Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουλίου 2025


Αληθινά, χωρίς να το καλοσυλλογιστή, με βία, επήγε και του έκαμε το έγγραφο το «οικονομικό», κ' έβαλε δύο μαστροχαλαστήδες μισομεθυσμένους, ένα κοντόγιορτο, κι' άρχισαν να κατεβάζουν τα κεραμίδια...

Και αποθέτοντας τα αναγκαία, άρχισαν με μίαν ογληγορωτάτην επιτηδειότητα να το κτίσουν, που δεν απέρασαν ολίγες ώρες, και το κιόσκι ευρέθη τελειωμένον και ήτον τόσον ωραίον, που επροξενούσε μέγαν θαυμασμόν· είχεν ολόγυρά του δώδεκα στύλους από δίασπρον, που έφεγγαν ως καθρέπται, και εβλέπονταν εις κάθε του πλευρόν συντριβάνια ωραιότατα, των οποίων τα νερά έπεφταν με ορμήν εις λεκάνες από πορφυρόν μάρμαρον.

Φιλονικώνταςφιλονικώντας έφτασαν σ' ένα χάνι, ησύχασαν λίγο, όσο να φαν, κι' άρχισαν πάλι την φιλονικία. Έδωκε πήρε ο Ρόβας, ο καρβανάρης να τους ειρηνέψη, αλλά δεν μπόρεσε· και τα δυο τα μέρη είχαν κάποιο δίκαιο, το καθένα για τον εαυτό του.

Στο τέλος ανάφερε με τέχνη την αχορταγιά του Κουρδουκέφαλου και τη θυσία της Ελπίδας. — Δε θέλω να προσβάλλω κανένα, είπε· μα δίχως αυτή τη θυσία σήμερα ίσως δε θα είχαμε την τιμή να βρισκώμαστε κάτω από μια τόσο δοξασμένη στέγη. Όλοι χεροκρότησαν το τέλος της πρόποσης· ένας με τον άλλον άρχισαν ν' αδειάζουν τα ποτήρια και να συγχαίρουνται τη νύφη για τη πράξη της.

Ο αέρας όλο κ' εδυνάμωνε. Οι σπηλιάδες έρχονταν συννώτερες και τα πανιά ένα με το άλλο άρχισαν να γεμίζουν, να γουβώνουν σαν μεγάλες αχιβάδες, τα ξάρτια και οι μακαράδες να τριζοβολούν. Ο γέρος έδινε τόρα τα προστάγματα γοργά· οι ναύτες έτρεχαν από σκότα σε σκότα· η γολέτα επηδούσε στα κύματα σαν γοργάλογο στον απλωτό κάμπο και η πλώρη της ελίχνιζε το νερό.

Σιγάσιγά την ξεπέρασε και σαν έγινε δυο φορές σαν την κούκλα της, τα μάτια της άρχισαν να γυαλίζουν περισσότερο απ' τα γυάλινα μάτια της κούκλας και το μικρό της στήθος να παίρνη μιαν όμορφη στρογγυλάδα, που δεν την είχεν η κούκλα της. Τότε βαρέθηκε τη μικρή κερένια φιλενάδα της και την άφησε παραπονεμένη σε μια παλιά πολυθρόνα.

Του είπα και άρχισαν να τρέχ'ν τα δάκρυα μ' ποτάμι, κι' η καρδιά μ' να φουσκόνη, σα βουνό. — «Βρε τρισκατάρατε», μου είπε με θυμό, «γιατί δε γράφ'ς της μάννας σ'; Γιατί δεν της στέλλ'ς χρήματα να ζήση;....... Γιατί τη λησμόνησες; Γιατί......; Γιατί......; Γιατί.....; » κι' ένα σωρό άλλα. «γιατί

Είχε κλεισμένα μέσα της εφτά φουσάτα ζωτικών το ένα φουσάτο φοβερώτερο και τρομερώτερο από το άλλο. Και μ' εκείνα έλεγε να γιατρέψη την Γκιουλχονούμ. Πιάνει γοργά και ανοίγει την κασσέλα· χύνει έξω όλα τα ξωτικά. Καθώς τα έχυσεν έξω κάποιο βαθύ βόγγισμα αντήχησε και τα όρη γύρω άρχισαν ν' αλληλοχτυπώνται σαν δαιμονισμένα. Επέρασαν τέλος τα τρία ημερονύχτια, έγινε καλά η μπεοπούλα.

Τότ' εγέλασεν ο Χρηστάκης δυνατά κ' επήρεν ένα δαυλί και ανεκάτωσε τα κάρβουνα και είπε: — Εγώ, μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις. Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να φύγω μέσ' από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν θέλης να ιδής την τύχη μου, φέρ' εδώ! Και πήρε το κλωνί από το χέρι μου και το έβαλε μέσ' στην φωτιά. Κ' επυρώθηκαν τα σούρβα και άρχισαν να βροντούν και να πηδούνε...

Εκεί ήλθε λόγος ότι πέντε όρνιθες εμάδησαν τα πτερά των διά να φανή ποία από τας πέντε ελίγνευσε περισσότερον από αγάπην διά τον πετεινόν, και έπειτα άρχισαν να μαλώνουν και εψόφησαν και αι πέντε, και εντροπιάσθησαν αι οικογένειαί των, και εζημιώθησαν οι κύριοι των.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν