United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δυο φλογερά δάκρυα &αυλάκωσαν& τα καταπάρθενα μάγουλά της, και σε ολίγο όλη η συνοδειά είταν μέσα στο χωριό, όπου άρχισαν να χωρίζωνται, γιατί η κάθε γυναίκα έμπαινε στο σπίτι της. Το Μικρό Χωριό είναι όνομα και πράμμα μικρό χωριό. Έχει το όλο δέκα μόνο σπίτια, χτισμένα με άσπρο ασβεστολίθι και σκεπασμένα με άσπρες πλάκες. Κεραμίδια εκεί δεν ξέρουν τι πράμμα είναι.

Τράβησε σ' ένα ταπεινό ξενοδοχείο, έφαγε λίγο ψωμί και κρομμύδι, κι' από την πολλή του την κούραση έπεσε να κοιμηθή, χωρίς να ειπή τίποτε σε κανένα, γιατί ήρθε και ποιόν γυρεύει. Αλλά ένα μαύρο προαίστημα του είχε γραπώσει την καρδιά, από τη στιγμή, που πάτησε το ποδάρι του εκεί. Τα μεσάνυκτα άρχισαν οι καμπάνες να βαρούν δυνατά.

Του ενός έλεγαν πως επαντρεύτηκε η αρραβωνιαστική του· άλλου πως τον αγαπούσε το Μαριωρή, ασχημομούρα και αλαφρόμυαλη στριγγλόγρια· τρίτου πως τον αποπαΐδισεν ο πατέρας του. Δυο παιδιά τέλος από το Αιγινήτικο καΐκι άρχισαν ν' αναμπαίζουν τους Υδραίους για τον εγωισμό και τη βάρβαρη προφορά τους.

Σαν να μην ήξευραν τι έκαναν ως τόρα, είδαν με φρίκη τον σκοτωμό και τα αίματα εμπρός τους. Έρριξαν στη θάλασσα τα θανατοφόρα όργανα, που πριν έσφιγγαν στα δάχτυλα με τόσο πείσμα και άρχισαν να κλαίνε απαρηγόρητα τους συντρόφους που εσκότωσαν με τα ίδια τους χέρια. Οι καπετάνοι επήραν τότε το ναυτόπουλο να τους δείξη τη σπηλιά για να εύρουν το αθάνατο νερό.

Ετράνταζε όλο το βουνό και σειώνταν τα λαγκάδια, Οι βράχοι ξερριζόνονταν κι’ αρχίναγαν να τρέχουν Στον φοβερόν κατήφορο, σα θεϊκή κατάρα.... Τ’ αγροίμια κατατρόμαξαν κι’ αρχίσαν πηλαλώντας Να τρέχουν τα βουνόπλαγα, σα τρομαγμένη αγέλη.... Οι πέρδικες προντίσανε, βουβάθηκαν τ’ αηδόνια Και πέταξαν περίτρομα σ’ άλλα βουνά και λόγγα.... Τα όρνια ξεπετάχτηκαν από τα γκρέμια μέσα Κι’ αφήκαν έρμες τες φωλιές και πέταξαν τ’ αψήλου.

Σούβλισαν ένα μπούτι, κι άρχισαν να το γυρίζουν απάνω στη θράκα. Σαν έγιναν όλ' αυτά ο λοχίας έκατσε πρώτος κοντά στη φωτιά, λίγο απόμακρα να μη τον παίρνη η φάκλα της φωτιάς κι είπε: — Κάτσ' τ' τόρα μπρε παιδιά! Τα παιδιά έκατσαν.

Το παιδί χτύπησε το μουλάρι του για να φτάση το ξεμακρυσμένο καρβάνι, κι' ο πατέρας σωριάστηκε στο πεζούλι του χανιού, κι' άρχισαν να τρέχουν τα μάτια του, σα βρύσες.

— Η ψυχή των Ευμορφόπουλων ίδια κι απαράλλαχτη· διάβασε κυττάζοντας κατάματα την κόρη. — Εύγε του· είπε η Ελπίδα ενθουσιασμένη. Ακκούμπησε στον ώμο του κι άρχισαν να ξεφυλλίζουν το βιβλίο και να τρώνε με το μάτι τις σελίδες του. Ήταν αλήθεια βαθιάς σπουδής σύγγραμμα.

Είναι πράγμα αποδειγμένο, και χίλια λόγια άρχισαν να λέγωνται δω και κει. Ο ευγενικός Βασιληάς κλονίσθηκε, και απάντησε. — Άναντρε! Τι ατιμία σκέφτηκες; Βέβαια έδωσα την καρδιά μου στον Τριστάνο. Την ημέρα όπου ο Μόρχολτ σας προκάλεσε σε μάχη, κατεβάζατε όλοι τα κεφάλια τρέμοντας, και μένατε αμίλητοι σαν μουγγοί.

Να γλεντίζουν οι Αθηναίοι, και μεις αθώρητοι να τους ζωγραφούμε. Κοίταξε που άρχισαν κιόλας! Περνάει το πρώτο το τάγμα, φάλαγγα πυκνή και με πέννες αρματωμένη. Είναι οι Δάσκαλοι οι γραμματικοί, οι πατέρες της κορακίστικης. Μέρα και νύχτα παιδεύουνται να φράξουν του λαού το στόμα που τους προδίνει, κι αυτό πάλι σκάνει αν δε μιλήση! Άλλοι δάσκαλοι το δεύτερο το τάγμα.