Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουλίου 2025
Τότε τα δένδρα άρχισαν να βουίζουν δυνατά, τα ποταμάκια να βογγούν σαν θάλασσα και τα πουλιά να φωνάζουν δυνατά όλα μαζή. Άκουσε ο βασιλιάς τη μεγάλη ταραχή κ' έτρεξε στο περιβόλι. Σαν είδαν τα μάτια του το βασιλόπουλο, βγήκε απ' τα λογικά του, έγινε άγριος σαν θηρίο και με μια σφυριγματιά φώναξε τους στρατιώτες του.
Κι άξαφνα χοντρές χοντρές στάλες βροχής άρχισαν να πέφτουν με ξερό κρότο στο χρυσόστρωμα των ξερών φύλλων τρυπώντας τα. Κ' η φύση όλη τότε άρχισε να κλαίη με βαθύτατη λύπη, μ' ένα παράξενο κλάμμα την ομορφιά της που χάνουνταν πόσβυνε... Κάθε δειλινό με τη λιακάδα έκανα περίπατο στα λιοστάσια της εξοχής.
Εκείνες που το έλεγαν αυτό, η μία με την άλλη, είχαν έρθει, τώρα κοντά, εκεί, στο μέρος που ήτον το γλέντι το νυχτερινό, κ' εφώναζαν άλλες να της ακολουθήσουν... Κ' έφευγαν όλαις μαζύ, η μία κατόπι της άλλης, κι' άδειασε πολύς τόπος. Γυναίκες πάρα-πολλές, και καμπόσοι άνδρες και παιδιά, μονοκοπανιά έφυγαν από 'κεί που ήμουν, κι' άρχισαν να τρέχουν τον ανήφορο.
Αυτό το θαύμα έβαλεν εις όλους χαράν και θαυμασμόν και έπαυσαν να μιλούν διά την αρρώστιαν του βασιλοπούλου, και άρχισαν να κηρύττουν την χάριν του μεγάλου Δερβύση. Η Φαρουχνάζη, ακούοντάς την μεγάλην φήμην αυτού του Δερβύση και την αγιότητά του, επεθύμησε να τον ιδή, και να ομιλήση με αυτόν. Όθεν μίαν ημέραν επήγε με τις σκλάβες της εις τον Μιντρεσέ, όπου αυτός εκατοικούσε, διά να τον εύρη.
Εδώ όμως άρχισαν πάλι και δούλευαν οι φαρμακερές γλώσσες, κι ο Ιουστινιανός δίχως άλλο ξαναμωραμένος πια τώρα, φοβηθέντας και τους εχτρούς του Βελισάριου, δεν τον αφήκε να κυνηγήση παρακείθε τους βαρβάρους, Σαν είδανε λοιπόν οι Ούνοι πως έμνησκαν πάλι απείραχτοι, άρχισαν το ρήμαγμα κατά τα δυτικά της Πρωτεύουσας.
Και όσην ώρα διήρκεσε τούτο οι γυναίκες και τα κορίτσια εσυνάχθησαν ολόγυρα εις το θυσιαστήριον και άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδούν. Μα αιφνιδίως έπαυσαν οι χοροί τους και τα τραγούδια δι' ένα συμβεβηκός που επροξένησε μεγάλην έκστασιν εις τους θεατάς.
Μ' άξαφνα πέρα από τα βάθη τ' ουρανού, σκούρα συγνεφάκια άρχισαν να ξεμυτίζουν να προβάλλουν περισσότερο. Σε λίγο ο ήλιος αυτός κρύφτηκε στα σύγνεφα, μαύρες, μαύρες σκιές απλώθηκαν στην εξοχή. Αστραπές και βροντές ακούστηκαν. Σε μισή ώρα η όμορφη εξοχή, οι κόποι και τα βάσανα των χωρικών η σταφίδα τους η πολυβασανισμένη, όλα, όλα χόρευαν μέσα στη νεροποντή τ' ουρανού.
Αυτοί με έβαλαν και εκάθισα κοντά τους, ολόγυρα εις μίαν μικράν πέτραν, και εστάθηκα στενεμμένος διά να φάγω και να πιώ, το περισσότερον διά να τους ευχαριστήσω· μα ευθύς εκατάλαβα ότι αυτοί ήτον κλέφτες, επειδή και άρχισαν να διηγούνται διά μια μεγαλωτάτη κλεψιά που έκαμαν· και εκεί που ετρώγαμεν, ο προεστώς τους μου επρόβαλεν αν θέλω να έμβω εις την συντροφιάν τους.
Και οι γιατροί, με τα γιατροσόφια και τα βότανά τους, μαζεύτηκαν απάνω απ' τη χρυσή κούνια. Άνοιξαν τα γιατροσόφια τους και άρχισαν να μιλούν λατινικά αναμεταξύ τους. Και το βασιλόπουλο, χλωμό και αρρωστιάρικο, απάνω στα πουπουλένια προσκέφαλα, τους κύτταζε με τα μεγάλα του μάτια. Και σα να καταλάβαινε τα λατινικά τους και σα να ξεδιάλυνε τη σοφία τους, χαμογελούσε πάλι, χαμογελούσε ολοένα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν