Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουλίου 2025
Ο άρχοντας τον δέχτηκε και τον έβαλε στο τραπέζι, που είταν έτοιμο με διάφορα φαγητά. Τη στιγμή που άρχισαν να τρων, δύο υπηρέτες άρχισαν να κόφτουν ψωμί. Έκοψαν, έκοψαν, έκοψαν, κι' όλο έκοφταν.
Τα δυο παιδιά έπιασαν τα κουπιά, αβαράρησαν από το μπρίκι και άρχισαν να λάμνουν. Η βάρκα ερχότανε κατά το μέρος του καφενέ. Ο Μελιγκόνης, ο Πεφάνης και τα γεροντάκια κύτταζαν, ακούνητοι, καρφωμένοι, αμίλητοι, τη βάρκα που ζύγωνε. — Ο Μοναχάκης! Φώναξε πρώτος ο Μελιγκόνης με πιασμένη φωνή. — Ο Μοναχάκης! Το Μοναχάκη βγάζουν... Ο Μοναχάκης ανήμπορος! Καλότυχε Μοναχάκη, τι κακό σου ήρθε;
Ο βαστάζος έκανε όπως τον διέταξε, αλλά όπως οδηγούσε το σκυλί προς την Ζωηδία αυτό έβγαλε διαπεραστικά ουρλιάσματα και την κοίταζε ικετευτικά. Όμως η Ζωηδία δεν του έδωσε καμία σημασία και μαστίγωσε το σκυλί, μέχρι που έμεινε ξέπνοη. Μετά πήρε την αλυσίδα από τον βαστάζο και σηκώνοντας το σκυλί στα πίσω του πόδια κοιτάχτηκαν στα μάτια με λύπη, ενώ δάκρυα άρχισαν να πέφτουν και από τους δυο.
Αυτόν τον στοχασμόν τον έβαλεν εις πράξιν, και έγινε καθώς επιθυμούσε. Επειδή την ερχομένην ημέραν, τον καιρόν που άρχισαν τον πόλεμον, ο Βεζύρης παίρνει τους Κιρκασίους, και αναχωρεί εν τω άμα, και άφησε τον Καλάφ με ολίγον στράτευμα.
Τα μάτια της δόλιας της Μάννας άρχισαν να κλειούνε, να βασιλεύουν, σαν όταν πέφτει ο ήλιος πίσω από το βουνό, και τα χείλια της να σφαλούν. Η Βασίλαινα η πλειο μικρή κι' η πλειο αγαπημένη της νύφη άρχισε πρώτη το μυρολόγι. Ο ήχος του μυρολογιού την ξαναγύρισε τη δόλια Μάννα.
Ως τόσον άρχισαν να ανάπτουν από το πιοτόν, και ο βασιλεύς με την Κυρά ωμιλούσαν διάφορα λόγια ηδονικά· η δε Κυρά δείχνοντας του πως ήτον τρυφερή προς αυτόν, του ωμίλησε με τούτον τον τρόπον.
Ημέραις εννηά πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα, και την δεκάτην άρχιζε να φαίνεται η πατρίδα, κ' εβλέπαμ' ήδη ταις φωτιαίς όπ' έκαιαν οι ποιμένες. 30 'ς ύπνο τότ' έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο, τι κανενός δεν άφησα, αλλ' απ' αρχής κρατούσα τον πόδα, όπως ταχύτερα φθάσουμε 'ς την πατρίδα. άρχισαν να συνομιλούν ωστόσο οι σύντροφοί μου• 'πώφερνα σπίτι ενόμιζαν ασήμι και χρυσάφι, 35 'που έμενα τάχ' ο Αίολος εχάρισ' ο γενναίος. και κάποιος προς τον σύντροφο σιμά του εστράφη κ' είπε• «Θε μου, πώς είναι αγαπητός παντού και δοξασμένος τούτος εις όποιαν χώραν πα, και εις όποιο μέρος φθάνη. και λάφυρα πολύτιμα και πλήθια από την Τροία 40 φέρνει, κ' εμείς 'που εκάμαμε μ' αυτόν τον ίδιο δρόμο μ' αδειανά χέρια γέρνουμε 'ς την ποθητήν πατρίδα. και τούτα τώρ' ο Αίολος του εδώρησε γι' αγάπη• αλλ' έρχεσθ' εδώ γλήγορα τι να είναι αυτά να ιδούμε, πόσο χρυσάφι μες τ' ασκί και πόσο υπάρχει ασήμι». 45
Η καθέδρα εκείνου του βασιλείου είνε ένα περίφημον εμπόριον εις κάθε είδος πραγματείας. Τότε οι πραγματευταί του καραβιού άρχισαν να ξεφορτώνουν τας πραγματείας των διά να τας πουλήσουν.
Ευθύς ζωντανά τα κύματα άρχισαν να δέρνωνται στα ριζιμιά σπηλάδια. — Τις βάρκες, μωρέ παιδιά! φωνάζουν δυνατά. Ώστε να το ειπούν, οι βάρκες βρίσκονται καρφωμένες στα δόντια του βράχου και ροκανίζονται αργά και άσφαλτα με τον αφρό και την ορμή του κυμάτου. Απελπισμένοι πηδάνε στ' ορθολίθι ν' αγναντέψουν τις φρεγάδες.
Ύστερ' από το θάνατό του με την έκδοση του γνωστού ως είδος πέμπτου Ευαγγελίου «De Profundis», ομολογίας μαζί και απολογίας του, και γενικά μ' ολόκληρον του έργου του την ομορφιά άρχισε η αποκατάσταση της αξίας του. Τα έργα του μεταφράσθηκαν σ' όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες κι άρχισαν να ξανατυπώνωνται και να ξαναπαίζωνται.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν