Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Όμως και τ' άλλα ακόμα να βγάλει πλουμιστά άρματα δε μπόρεσε απ' τους ώμους, τι οι χτυπησές τον στένεβαν. Και σκιάχτηκε των Τρώων το δυνατό διαφέντεμα, που τόσοι εκεί, ένας κι' ένας, στάθηκαν στο νεκρό σιμά βαστώντας τα κοντάρια, κι' όσο κι' αν είταν δυνατός φανταχτερός μεγάλος, 625 πίσω τον άμπωξαν· κι' αφτός ανοίγει και κωλώνει. Σαν έτσι οι άλλοι δούλεβαν μες στην καρδιά της μάχης.
Γιατί καθώς γυρνούσε 40 πρώτος να φύγει, τούμπηξε στη ράχη το κοντάρι, των ώμων του καταμεσύς, και τόβγαλε ως στα στήθια. Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου.
Εκεί ώρια καίγοντας σφαχτά του παντοκράτη Δία, σφάζοντας τάβρο του Ρουφιά, του Ποσειδού άλλον τάβρο, όμως της σώστρας Αθηνάς γελάδα κουτελάτη, τότες στον κάμπο κάτσαμε να φάμε λόχοι λόχοι, 730 και κοιμηθήκαμε, όλοι μας με τ' άρματα οπλισμένοι, γύρω στο ρέμα. Τότε εκεί να! από παντού οι οχτροί μας ζώνουν τα κάστρο κι' ήθελαν κομάτια ναν το κάνουν.
Τότε ήθε πάρει μια χαρά απ' το νεκρό τα πλούσια 70 τ' άρματα, μα του ζούλεψε τη δόξα αφτή ο Απόλλος, που σαν τον Μέντη έτσι μιαστός, τον άρχο των Κιρκόνων, τούστειλε ομπρός τον Έχτορα, σαν Άρη γοργομάχο.
Κι' οι διο αρχηγοί σα ζύγωσαν με τ' άρματα στα χέρια, τότε ο αφέντης Πάτροκλος τον κοσμοξακουσμένο Θρασύδημο, που παραγιός του Σαρπηδού 'ταν άξιος, τρυπάει στη ρίζα της κοιλιάς και τη ζωή του κόφτει. 465 Κι' ο Σαρπηδός με το λαμπρό κοντάρι δεν τον ήβρε κατόπι ορμώντας, μα βαράει δεξά στον ώμο τ' άτι τ' αποξινό, τον Πήδασο, που μούγκριζε φυσούσε, κι' απέ έπεσε μ' αχό βαρύ και πέταξε η ψυχή του.
Θα νοιώσουμε τότες πως μ' όλα του τα ψεγάδια πάντα καλλίτερος είταν ο στρατός εκείνος από τασκέρια που αντίκρυζε, που δεν είχανε μήτε μηχανικούς μήτε από τα καλλίτερα άρματα πάντα.
Κι' ως τότε ο Ήλιος π' άγγιζε τα μεσουράνια απάνου, έβρισκαν κι' απ' τους διο οι ρηξές κι' ισόπεφτε τ' ασκέρι· μα όταν το πίσω πήρε πια στρατί για να ξεζέψει, τότες πια τέλος άγραφα νικήσανε οι Αργίτες 780 κι' έσυραν όξω το νεκρό απ' τις ρηξές, και πήγαν πέρα μακριά και τ' άρματα του βγάλανε οχ τους ώμους. Όρμησε πάλι ο Πάτροκλος να πετσοκόψει Τρώες.
Τότες σαν πήγαν των φρουρών και σμίξανε τους λόχους, 180 δε βρήκαν — όχι — σ' ύπνο εκεί τους αρχηγούς πεσμένους, Μον ξάγρυπνοι όλοι κάθουνταν φορώντας τ' άρματά τους.
Φλόγαις, φωτιαίς, και λαύραις, Με αναστενασμούς, Μες την καρδιά του ανάφτει Δεινούς παραδαρμούς, Δάκρυα, κλαϋμούς, και πάθια, Βαριά του προξενάει, Και με μυρίους τρόπους Τον κατατυραννάει. Τον βλέπει στα δεσμά του, Τους πόνους τον θωρεί, Και να τους αβγατήση Το πως ζητάει ναυρή. Μ' αυτά τα άρματά του Και με πολλήν ορμή, Σημάδεψε κι' εμένα Να κάμη δοκιμή.
Οι γέροι δεν εμίλησαν τότες. Είχαν καρφώσει γερά τα μάτια τους απάνω 'ςτήν εικόνα κι ο λογισμός τους ποιος ξέρει σε τι καιρούς και σε τι τόπους αρμένιζε. Μοναχά οι αρβανιτάδες εσυντυχιώνταν κ' έλεγαν ο ένας τ' αλλουνού με τη γλώσσα τους: — Μωρέ Σκέντο ιχούμπουρ! Τήρα, ωρέ καψαρέ, βασιλιά πούχαμεν μια βολά οι δύστυχοι. — Για βιστό κουρμ για βιστό τριμρί! — Τήρα άρματα κι άλογο και φορεσιά;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν