Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Κ' εκάλεσα τη σκλάβα μου κι άνοιξα την καρδιά μου. «Θέστυλι, βρες μου γιατρικό στη φοβερή μου αρρώστια »Ο Δέλφις την ταλαίπωρη όλη δική του μ' έχει· »μα στην παλαίστρα πήγαινε και παραμόνευέ τον »εκεί συχνά πηγαίνει αυτός, εκεί ταρέσει νάνε». Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.
Τ' άνοιξα ή τα έκλεισα δεν θυμούμαι, θυμούμαι μόνον πως έμεινα ακίνητος, μαρμαρωμένος όπως οι αρχαίοι εμπρός στο κεφάλι της Μέδουσας, Πρώτη μου σκέψις ήταν πως εξύπνησα μέσα στον φάρυγγα κάποιου ψαριού, που γίγαντας ερρούφηξε το καράβι μας. Και όμως δεν ήτο φάρυγγας ψαριού. Ήταν ο ουρανός ψηλά και κάτω η θάλασσα.
Εφοβούμην να προσηλώσω το πρώτον μου βλέμμα επάνω σε πράγματα, τα οποία ήσαν γύρω μου· όχι διότι εφοβούμην να ίδω φρικιαστικά πράγματα, αλλά διότι κατελήφθην από την φρίκην εκ μόνης της ιδέας ότι μπορεί να μη έβλεπα τίποτε. Τέλος με την καρδιά σφιγμένη άνοιξα ταχέως τα μάτια μου. Και ιδού ότι εβεβαιώνετο η υποψία μου. Τα σκότη της αιωνίας νυκτός με περιέβαλλον. Μετά δυσκολίας ανέπνεον.
Φυσικά θα είναι περαστικό το πράμα, έλεγα με τον εαυτό μου εκεί που καθόμουνα στο βαγόνι με τα πακέτα μου. Και για να περάσω γληγορότερα την ώρα, άνοιξα τις εφημερίδες μου και θέλησα να διαβάσω. Στην αρχή το κατώρθωσα, γιατί προσπάθησα να πάρω το πράμα όσο το δυνατό ησυχότερα, ώστε να μη με κυριέψη η αγωνία, τουλάχιστο όσο είμουνα στα τραίνο.
Εγώ όμως, αντίθετα, έπεσα ακόμη πιο χαμηλά, πιο χαμηλά… Με έπιασε όμως κάτι σαν τρέλα. Τώρα όμως άνοιξα τα μάτια και βλέπω πού βρίσκεται η πραγματική σωτηρία.
Μιλούσαν κ' οι τρεις τους σα ν' αρραβωνιάστηκε η Ελένη... Όλα τα καλά της ιστορήθηκαν, όλες οι μορφιές της, ως και τα παλιά της τα πάθια. Δεν μπορούσα πια να βαστάξω. Σηκώθηκα και βγήκα στην αυλή. Άνοιξα τη θύρα, πήρα τα μάτια μου, κ' έφυγα. Πού πήγαινα δεν ήξερα. Μ' έβγαλε ο δρόμος στον Ανεμόμυλο. Ανέβηκα το βουναράκι.
Και όπως ο κοιμάμενος σε σκοτεινό δωμάτιο, αυτόματα ξυπνά στο λαμπρόλευκο φως της ημέρας κ' εγώ αισθάνθηκα τη ζωή από άκρη σε άκρη να κουφοδρομή και άνοιξα τα μάτια μου.
Άνοιξα τα μάτια κ' είδα έναν άνθρωπον άσπρο, που αναστέναζε κ' έλεγε ανάμεσα στα δόντια του. &Ω τι συφορά να μην έχης αρχ ....& &Συνέχεια της Ιστορίας της γριάς.& Ξαφνισμένη και χαρούμενη, που άκουσα τη γλώσσα της πατρίδας μου κι' όχι λιγώτερο απορώντας για τα λόγια, που μουρμούριζε αυτός ο άνθρωπος, του απάντησα, πως υπήρχανε μεγαλύτερες δυστυχίες απ' αυτήν που παραπονιότανε.
Άνοιξα το παλιό παράθυρο κι ακούμπησα στα σάπια ξύλα του. Όμορφη φεγγαροστολισμένη νύχτα με χτύπησε κατάμματα. Το στένωμα των κατακόκκινων και ψηλών εκείνων βράχων ακτινοβολούσε ολάκερο. Κοίταξα προς τα κάτου κι ανατρίχιασα. Τα κελιά είταν χτισμένα σύρριζα σε κατάψηλο βράχο, που ξέφευγε ίσος σα μαχαίρι κάτω βαθειά στη λαγκαδιά, που μόλις τη φώτιζε το φεγγάρι.
— Και όταν ήλθες εις τον εαυτόν σου, πού ευρέθης; ηρώτησεν η μοναχή. — Όταν άνοιξα τα όμματά μου, μου εφάνη ότι ήμουν επάνω εις μίαν κλίνην ζεστήν, και φωτία αναμμένη έκαιε πλησίον μου. Ένας αγνώριστος άνθρωπος έστεκεν επάνωθέν μου και μ' εκύτταζε με συμπάθειαν. — Και έπειτα; — Έπειτα δεν ενθυμούμαι πλέον. Εδώ σταματά η μνήμη μου. Ως φαίνεται έπεσα εις αρρώστιαν, η οποία διήρκεσε πολύν καιρόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν