Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Κι' έσπασε η πέτρα και τα διο τα φρύδια, μηδ' αμπόδιο 740 στάθη το κόκκαλο, κι' αφτού τα μάτια ομπρός στα πόδια τούπεσαν χάμου στα πηλά, κι' αφτός βουτά απ' τ' αμάξι σα σφουγγαράς, κι οχ το σκαρί τού μίσεψε η ψυχή του.
Στεφ. Να σε χαρώ, δεν μπορώ. Αν είμουν καλά, αλάκερη πλώσκα την άδειαζα για χατήρι σου. Β’ Παλικ. Μην τον ακούς το μαριόλο, κ' έχει πολλά η σκούφια του μέσα. Σιγανό ποτάμι είνε αυτός κ' έννοια σου. Μου τα είπε όλα μια ψυχή που σε είδε απόψε, μωρέ θεομπαίχτη, κι α δεν πιής το κρασί, σου τα βγάζω, καημένε. Βάστα τονε, γεια σου, δεν έχει να φύγη.
Κατίσχυσεν ούτω ορμεμφύτως εν τη αθώα ψυχή της νεάνιδος η γυναικεία εκείνη σοφιστεία, η θεμέλιον της κοσμικής ηθικής ανακηρύττουσα το «Ποίος θα το μάθη;», η μετρούσα τω κακόν με του σκανδάλου τον πήχυν. Αποφασίσασα η Ψυχή να ίδη εκ παντός τρόπου το πρόσωπον του εραστού της, απεφάσισε συνάμα, να εκτελέση το σχέδιόν της την αυτήν εκείνην νύκτα.
Άθελα η Ελπίδα θυμήθηκε τον Αριστόδημο κ' η μελαγχολία σαν κύμα νεκροθάλασσας πλάκωσε την ψυχή της. «Τι κατάρα έπεσε ξαφνικά στο σπίτι της! σκέφτηκε. Η μήτρα η καμωμένη από του θεού το χέρι για να γεννά θεόκορμα και δυνατά παιδιά, γιατί τάχα κατάντησε να γεννά ξεθεώματα;» — Αχ, Κυρά μου, τι κακό είνε τούτο! τι κακό! είπε αρχίζοντας τα δάκρυα.
— Γιατί μωρέ δεν μ' εξύπναες ; Ρίχνεται απάνω στο δοιάκι θέλοντας να ορτσάρη· μα που να ερτσάρη; Δεν είχε πλέον καιρό. Τ' όμορφο τρεχαντήρι έτρεχε δαιμονισμένο απάνω στη στεριά. Κ' εκείνη, πέτρα μοναχή στην έκφρασι και τη σύστασί της, όρος επύργωνεν αντίκρυ περιφρονώντας τα κύματα που εβρυχόνταν στα πόδια της και την ψυχή του καπετάνιου που ελάχτιζεν οργισμένη τα δασά στέρνα του.
Εμπρός λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, διά το όνομα του Θεού· είναι αληθινά αυτά, τα οποία λέγω, ότι άλλη μεν ψυχή έχει νουν και αρετήν και είναι καλή, άλλη δε έχει ανοησίαν και μοχθηρίαν και είναι κακή; Και ταύτα λέγονται αληθινά; Αληθινά βέβαια, είπεν ο Σιμμίας.
Αυτά 'παν, κ' εκατάπεισαν την ανδρική ψυχή μου. 475 και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπι' η νύκτα, εις τα ισκιωμένα μέγαρα επλάγιασαν εκείνοι• 'ς της Κίρκης εγώ ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη, 480 και της θεάς τα γόνατα αγκάλιασα ως ικέτης. μ' άκουεν εκείνη• κ' έλεγα με λόγια πτερωμένα• «ω Κίρκη, την υπόσχεσι, 'που επήρες, τέλειωσε μου• εις την πατρίδα στείλε με• το θέλ' ήδ' η ψυχή μου, τη θέλουν όλ' οι σύντροφοι, 'που την καρδιά μου τρώγουν, 485 τριγύρω μου οδυρόμενοι, την ώρα οπού συ λείπεις».
Διάβασέ το ολάκαιρο το βιβλίο, άφησέ το να πη στην ψυχή σου κ' ένα μονάχ' από τα μυστικά του κ' η ψυχή σου ανυπόμονα θα θέλη περισσότερα να μαθαίνη και με φαρμακερό μέλι θα τρέφεται και θα γυρεύη να μετανοιώση για ξένα εγκλήματα, για τα οποία δεν έχει καμμιάν ενοχή και να δίνη εξιλέωση για τρομερές ηδονές που ποτέ δεν εγνώρισε.
'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με· του Αλύβαντ' είμαι κάτοικος, οπ' έχω το παλάτι· του βασιλέ' Αφείδαντα του Πολυπημονίδη 305 υιός είμαι, κ' Επήριτον με λέγουν, αλλ' η μοίρα αθέλητον δω μ' έσπρωξεν από την Σικανία· και το καράβι μ' άφησα μακράν από την πόλι. ο πέμπτος χρόνος έκλεισεν απ' ότ' ο Οδυσσέας πέρασε απ' την πατρίδα μου· καλότυχα του αμοίρου, 310 δεξιά, φανήκαν τα πουλιά, καθώς αναχωρούσε. ώστε και με περίχαρη ψυχή τον προβοδούσα κ' έφευγε κείνος με χαρά' κ' ελπίδ' είχαμε πάλι να σμίξουμε και με λαμπρά να φιλευθούμε δώρα».
Πυθαγόρου ψυχή ποτέ μεν φθίνειν, άλλοτε δ' αύξει• η δε προφητείη δίης φρενός έστιν απορρώξ• και μιν έπεμψε πατήρ αγαθών ανδρών επαρωγόν• και πάλιν ες Διός είσι Διός βληθείσα κεραυνώ .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν