Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Ο Νικολός κι' ο Γιαννιός έμειναν με το στόμα ανοικτόν. Εγώ σχεδόν εχάρην μέσα μου. «Θα λάβη τέλος», είπα. Ήτον ο Τριαντάφυλλος ο Τσολοβίκος, ο αγροφύλαξ του Δήμου. Από νηπιόθεν τον ενθυμούμην με τον χιτώνα του ως τα γόνατα, με της κουμπούρες και με τα χαρμπιά του στην μέσην, και σχεδόν εις πάσαν εκλογήν αγροφυλάκων επροτιμάτο, αυτός κι ο γέρο-Στάμος, ο άνδρας της Τζενεΐνας, χήρας του Τζενεού.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· 330 «Ευρύμαχε, δεν γίνεταιτον τόπο να 'χουν δόξα εκείνοι οπού καταφρονούν το σπίτι ανδρός μεγάλου και το αφανίζουν και όνειδοςεσάς φαίνοντ' εκείνα; αυτός ο ξένος στερεό και μέγ' έχει το σώμα, και λέγει ότι γεννήθηκεν απ' ευγενή πατέρα. 335 τώρ' ας ιδούμε· δώσετε το στιλπνό τόξο εκείνου. και ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη. αν το τανύση καιαυτόν την δόξα δώση ο Φοίβος, θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα· θα λάβη ακόντι σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, 340 και ξίφος δίστομο· καλά σανδάλια θα του δώσω, και θα τον στείλ' οπού η καρδιά θελήση και η ψυχή του».

ΒΛΕΠΥΡΟΣ-μόνος Μωρέ! τι πράματα είν' αυτά!. . . είνε σχεδόν ημέρα, κι' ακόμα η γυναίκα μου δεν φαίνετ' εδώ πέρα. Πώς γλίστρησε; ... τι εστάθηκε;... πού πήγε και μου χάθηκε;... Εκεί που εκοιμώμουνα, μου έρχεται να χέσω• ζητώντας της αρβύλες μου στα πόδια μου να δέσω και το χιτώνα για να βγω, στο σκότος ψηλαφούσα εδώ κ' εκεί, μα πουθενά να ταύρω δεν μπορούσα.

Ο Βινίκιος ήτο άνευ τηβέννου, κατά την συνήθειαν, ενδεδυμένος μόνον βαθυκόκκινον χιτώνα, από τον οποίον εξήρχοντο οι γυμνοί και καθαροί βραχίονες του περιβεβλημένοι χρυσά βραχιόλια, ίσως περισσότερον τυλώδεις βραχίονες στρατιώτου, κατάλληλοι διά την ρομφαίαν και την ασπίδα. Έφερε στέφανον εκ ρόδων.

Οι κακότροποι ούτοι, συναντήσαντες αυτήν παρά την όχθην της Φούλδας απλώνουσαν εις τον ήλιον τον χιτώνα του ανδρός της, όστις μη έχων άλλον εκρύπτετο ως ο Οδυσσεύς υπό τον σωρόν ξηρών φύλλων, περιμένων να ξηρανθή ο πλυθείς, ήπλωσαν κακείνην επί της χλόης και διά της βίας της υπενθύμισαν τον αληθή επί της γης προορισμόν της γυναικός.

Η μεν των κοιμωμένων, κατεχομένη, υπό ηδυπαθούς ονείρου, εμειδία στηρίζουσα επί του βραχίονος την φλέγουσαν παρειάν, ενώ τα τεταραγμένα στήθη της διεφαίνοντο υπό τον λευκόν χιτώνα, ως η σελήνη όπισθεν νέφους, η δε, ωχρά και συνωφρυωμένη, ωμοίαζεν άγαλμα της κορωμένης Λύπης, βλέπουσα ίσως καθ’ ύπνους τας όχθας της πατρίδος ή της μητρός της τα χείλη.

Παρθένος μία περικαλλής φέρουσα ποδήρη χιτώνα ως ιερατικόν στιχάριον, σκεπασμένη δε την λυτήν κόμην της με πέπλον φαεινόν και αιγλήεντα, ως αραχνοΰφαντον βασιλικήν καλύπτραν, ιέρεια, θαρρείς, της αρχαιότητος, προέβη προς τας αγίας εικόνας ελαφρά και ταχεία ως άνεμος, χωρίς να πατή εις την γην. Εκεί σταθείσα, έκαμε σχήματα προσκυνήσεως. Ο ιερεύς έμεινεν άναυδος. Ο μπάρμπα-Γιωργός έτρεμεν ως φύλλον.

Ήτον μία μεγάλη εικών της Θεοτόκου, αρχαϊκή, με ανδρός χαρακτήρας, με πρόσωπον το διπλάσιον του φυσικού, με μεγάλους, πολύ μεγάλους οφθαλμούς, και με τον Χριστόν, έν βρέφος με παμμεγίστην κεφαλήν, φορούν χιτώνα επίχρυσον, φωτεινόν, τον «αναβαλλόμενον το φως ως ιμάτιον». Είτα άναψε φωτιάν εις το στενόν, μεταξύ δύο ερειπίων, αντικρύ του ναΐσκου, και κατέμπροσθεν εις την θύραν του οικίσκου της.

Με χιτώνα σιδώνιον Με σάνδαλα χρυσόδετα Χοροβατούντες ψάλλατε Ή την στροφήν την λέσβιον, Ή τέιον μέλος. — — Φθάνει τώρα το κέρασμα, Φθάνει ο χορός, και τ' άσμα· Κάθε ηδονή το μέτριον Εάν αγαπά, ας προσφύγωμεν Εις χαράν άλλην. Εδώ υπό τον πολύφυλλον Και δροσερόν κεδρώνα Ελάτε, ας αναπαύσωμεν Το κορμί μας και ας έχωμεν Τ' άνθη διά στρώμα.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν