United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλώς σας ηύραμε! . . . Για χατήρι σας, κόντεψαν να μας φάνε τα στοιχειά! Ο Φάλκος ηρώτησε την μάμμην του·Ξέρεις να μου πης, μάνα, τον καιρόν που έκτιζαν αυτό το σπίτι, τι είχαν σφάξει στα θεμέλια; . . . Μην έσφαξαν πετεινό; . . . Γιατί άκουσα έναν πετεινό να μιλή, πολυώρα . . . Η γρηά Φαλκίτσα απήντησεν ευθύμως·

Έπινε ρακί όπου του έδιδες, και ποτέ δεν σου «χαλνούσε το χατήρι» να πάη μίαν ώραν δρόμον, διά θέλημα. Εκείνο το δειλινόν, καθώς ανέβαινε το βουνόν προς τα επάνω, είχε περάση από τον μύλον του Αντώνη της Σάββαινας, κάτω στα Βουρλίδια, εις την βαθείαν κοιλάδα την σύσκιον και υγράν δι' όλου του έτους. Κ' εκεί κάτι είχεν ιδεί και ακούσει.

Κ' η γις για χατήρι των Νυμφών έκρυψεν όλα τα κομμάτια κ' εφύλαξε τη μουσική και με τη θέληση των Μουσώνε βγάνει φωνή και τα μιμιέται όλα, καθώς τότες η κόρη, θεούς, ανθρώπους, όργανα, θεριά· μιμιέται και τον ίδιο τον Πάνα, όταν παίζη το σουραύλι· κ' εκείνος, άμα τ' ακούση, πετιέται και τρέχει κατά τα όρη, όχι από πόθο να τήνε συναπαντήση, μόνο για να μάθη ποιος είναι ο κρυμμένος μαθητής.

Εγώ δεν θέλω ούτετα μάτια μου να τον ιδώ πλέον, μα για το χατήρι σου πάμε, είπε μίαν ημέραν ο ένορκος, θέλων και να ξεσκάση, ως έλεγεν, απαρηγόρητος, διότι ο εισαγγελέας, ένας γέρος, πετσί και κόκκαλο από την κακίαν του, έλεγεν ο ένορκος, οπού ήθελεν όλο να καταδικάζη, για να δείχνη την κακίαν του, προσέθετεν ο ένορκος, τον εξήρεσεν εκείνην την ημέραν από μίαν δίκην ενδιαφέρουσαν και ήτο λυπημένος, ως να έχασε χρήματα.

Μια κλωτσιά που μ' έδωκε του την σχωρνώ για το χατήρι σου, μα δωπέρα δεν μένουμε πλέον. Δεν είν' έτσι; — Ναι, είπεν η μητέρα μου, δεν μένουμε, σαν το θέλη και ο Γεωργής. Ακούς εκεί, τη Σεισουράδα να χτυπήση το παιδί μου, τον Κιαμήλη!

Και ο Σαϊτονικολής μειδιών έσκυψε και την έκαμε κατακκόκινη με μίαν φράσιν: — Από 'δα ήρχισες να τονε πονής; Έπειτα είπε μεγαλοφώνως, ώστε ν' ακούση και ο Μανώλης: — Ας είνε, για ένα χατήρι ακριβό θα βάλω αργάτη. Ας πλερώσω και πέντε ριάλια μαγάρι.

Κι αν σου φανώ και πιο δασύς απ' όσο πρέπει νάμαι, έχω βελανιδόξυλα κ' έχω φωτιά στη στάχτη· κ' εγώ για το χατήρι σου μέσ' στη φωτιά θα πέσω κι ας χάσω πια και τη ζωή κι αυτό μου τώνα μάτι που άλλο δεν έχω τίποτα γλυκύτερο στον κόσμο.

Αν ήρθες να μου πης πως πέθανε και μούφερες τις παραγγελιές του, πάρτες πίσω και πήγαινε στο καλό. Γιατί αυτός στάθηκε σκληρός μαζή μου και δε μούκανε το χατήρι που του ζήτησα. Ο ξένος πέτρωσε απάνω στα πόδια του. Θυμήθηκε τα δάκρυα πούχυνε πεθαίνοντας στον ξένον τόπο τόμορφο παλικάρι, θυμήθηκε τα γλυκόλογα που του 'δωκε να φέρη στην καλή του και ράγισε άλλη μια φορά η καρδιά του.

ΑΝΝΟΥΛΑ Την κάμαρα του Σταύρου θα τηνέ συγυρίσω εγώ, μονάχη μου, όπως ξέρω. Αφήστε με και να ιδήτε ά δε σας αρέσει το γούστο μου. ΣΤΑΥΡΟΣ Στην παλιά μου κάμαρα, σ' εκείνη που πέρασα τα μαθητικά μου χρόνια, θέλω και τώρα να ξανακαθήσω. ΓΙΑΓΙΑ Μπα παιδί μου, που ν' ανεβαίνης εκεί πάνου, στη σοφίτα. Τότε θυμάμαι, σου κάναμε το χατήρι για νάχης ησυχία στο διάβασμά σου.

ΑΝΝΟΥΛΑ Θα σας βοηθήσω εγώ, γιαγιά μου. Για το χατήρι του Σταύρου πρέπει ν' ανεβήτε. Κ' ύστερα πάλι και γώ, δε θυμούμαι καλά καλά ποιά από τις απάνου κάμαρες είναι η παλιά του Σταύρου. ΓΙΑΓΙΑ Πάμε. Τρέχα όμως, Αννούλα, μια στιγμή και φώναξε της καμαριέρας, θα τη χρειαστούμε να μας βοηθήση. Δε θ' αργήσουμε μεις. Πάψη