United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κλαις, ωρέ χαντακωμένε Λάμπρο, κλαις; Δεν είσ' εσύ, πώχεις φάει δέκα τούρκους με τα χέρια σου ως τα τώρα, ωρέ Λάμπρο, και γιατί πάει κι ο Μπεϊλούλαγας σήμερα κλαις σαν το μικρό το παιδί και μαλώνεις το Φώτο; Αν μας το σκότωνε το παιδί ο σκύλλαρος, τι θα να γενόμασταν εμείς τότες, ωρέ καϋμένε; Άιντε να φύγουμε γλήγορ' απόψε.

Τώρα μας παίρν' η Ελπίδα χωπ! στο σπίτι του Μορφόπουλου. Να τι θα ειπή να ζη κανείς πολλά χρόνια! Α, μα το ψωμάκι· τη βαρέθηκα τέτοια ζωή... — Μα τώρα δεν έχει πια να μας κουνήση κανείς από 'κεί. — Κανείς! δεν έχει να μας κουνήση κανείς! τι λες άραχλη ; — Εκειό που σου λέω· τώρα θα ησυχάσουμε για καλά. — Για καλά; Βέβαια, σα νάχης δίκιο. Από 'κεί θα φύγουμε με ξένα πόδια. — Τι; καβάλλα;

Γιατί κτυπούν έτσι τα δόντια σου; Προχώρησε να φύγουμε. Έλα κοντά μου. — Έρχομαι. Τα πόδια μου είναι μολύβι. Προχωρήσαμε μες στο σκοτάδι. — Σφίξε μου το χέρι. Έλα κοντά μου. Κρατούσαμε σφικτά ο ένας το χέρι του άλλου, τα νύχια μου είχαν μπη βαθιά στα κρέατα του κ' ένοιωθα τα νύχια του να σχίζουν τη σάρκα μου. Το αίμα έτρεχε θερμό απ' τα χέρια μας. — Σφίξε μου το χέρι, σου λέω. Τρέμω...

Βγήκαμε και τονε φέραμε μέσα. Αχ, και πώς να το ξεχάσω το πικρό του χαμόγελο! Πρέπει νάμειν' έτσι το πρόσωπό του από τη στιγμή που έπεσα πάνω του και τον πασπάτευα να δω α ζούσε ακόμα. Πού να την ιστορήσω την ανιστόρητη εκείνη τη νύχτα, παιδί μου! Αποφασίσαμε να μείνουμε, και να μη φύγουμε.

Σύρθηκα μέσα στη σάλα κι έπεσα, σ' ένα διβάνι. Έφτασε κι ο Γιώργος ανήσυχος, τρελλός. Γιώργο μου, Γιώργο μου, να φύγουμε απ' αυτόν τον φονικότοπο, γρήγορα, γρήγορα. Τέλος πάντων ζητήσαμε τηλεγραφικώς τη μετάθεσή μας κ' ελπίζομε να γείνη αύριο μεθαύριο, κι όπου φύγη, φύγη. Ελησμόνησα να σου πω, πως σκοτώθηκαν γιατί νόμισαν πως κοίταζα τον ένα περισσότερο απ' τον άλλο.

Ο ίδιος ο ντον Τζάμε θα έρθει να με πάρει, όπως το είχαμε συμφωνήσει όταν ήμασταν παιδιά. Ήρθε η ώρα να φύγουμε μαζί. Και στο δρόμο θα του πω να μη σταματήσει εκεί που έπεσε, εκεί που τον σκότωσες, και να σε συγχωρήσει για την αγάπη που έδειξες για τις κόρες του. Θα σε συγχωρήσει. Έφις∙ αρκετά σήκωσες το βάρος. Κι εσύ όμως Έφις, σώσε την Γκριζέντα μου. Θα χαθεί.

Εμπρός, είπα στον Άλλον. Προχώρησε να φύγουμε. Τρέμω. Ακούς τι σου λέω; — Δεν μπορώ να προχωρήσω, μου είπ' ο Άλλος. Κάτι τι μου καρφώνει τα πόδια. Τράβηξέ με. — Δεν μπορώ ούτ' εγώ. Τα πόδια μου είναι κολλημένα στο χώμα.... Στεκόμαστε ασάλευτοι. Τα νύχια μου είχανε μπη στα κρέατά του. Ένοιωθα τα νύχια του που σχίζανε το κρέας μου. — Μη μ' αφίνης. — Σε κρατώ. Σφίξε μου το χέρι.

Αλλά και στην Κίνα νάτανε, θα πετούσα έως εκεί· πάμε! — Θα φύγουμε μετά το δείπνο, είπε ο Κακαμπός. Δε μπορώ να σας πω περισσότερα· είμαι σκλάβος· ο αφέντης μου με περιμένει· πρέπει να πάω να του σερβίρω στο τραπέζι· μη λέτε λέξη, φάτε και νάσαστε έτοιμος.

Τρέχα, ζωντοχήρα μου, από την πισόπορτα. Ας φύγουμε και μεις από το παράθυρο. Α δεν είτανε Σαβάτο βράδυ και ξημέρωμα Κεριακή, θα σ' έπαιρνα να πάμε και σε κανένα φτωχικό νυχτέρι, να κρυφοκαθίσουμε σε μιαν κώχη, και να καμαρώσουμε όλη τη γειτονιά.