Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


— Α! να την, η Βασίλισσα, τώρα τη βλέπω! λέει ο Καερδέν. — Ε! όχι! είναι η Βραγγίνα η Πιστή, λέει ο Τριστάνος». Αλλά τότε ο δρόμος έλαμψε με μιας, σα να ξεχείλισε ξαφνικά το φως του ήλιου μέσ' από τα φυλλώματα των μεγάλων δέντρων: η Ιζόλδη η Ξανθή παρουσιάστηκε! Ο Δούκας Αντρέ — ο Θεός να τον τιμωρήση! — εκάλπαζε δεξιά της.

Ο ήλιος διαβαίνοντας τα φυλλώματα, χάδευε τα μαλλιά της κ' έκανε καθρέφτη γύρω στο κεφαλάκι της. Τα ξεφωνητά και τα γέλοια της κόρης έφταναν στο γραφείο, σαν ήχοι χαδιάρικης μουσικής. Οι σοφοί εταράχτηκαν. Κατιτί σαν κύμα χλιαρό ήρθε κ' εζέστανε τη ζωή τους. Συγκίνηση βαθειά και πρωτόγνωρη θρονιάστηκε στην καρδιά τους. Γύρισε αυτόματα ένας στον άλλον και κυττάχτηκαν ντροπαλά.

Αι κινήσεις του πράγματι δεν εδεσμεύοντο υπό εντροπής· και μίαν στιγμήν, καθ' ην διήρχοντο υπό θόλον δένδρων, εκτεινόντων φυλλώματα πυκνά επί της οδού, οι δε εκατέρωθεν βάτοι τους ηνάγκασαν να περάσουν κοντά κοντά, οι ώμοι του έκαμαν μίαν κίνησιν ορνέου ετοιμαζομένου να πετάξη.

Καθισμένος, ακίνητος, ο Τριστάνος την παρατηρεί, και απάνω στο δένδρο ακούει το τρίξιμο του βέλους που τεντώνεται στην κόρδα του τόξου. Έρχεται, ευκίνητη μα και προσεχτική, όπως συνηθίζει πάντα. «Τι συμβαίνει λοιπόν, σκέπτεται. Γιατί απόψε δεν τρέχει ο Τριστάνος να με προϋπαντήση. Μην είδε τάχα κανέναΣτέκεται, ψάχνει με το βλέμμα τα μαύρα φυλλώματα.

Και ο ίππος με την εξαιρετικήν οξυδέρκειαν την οποίαν έχουν τα ζώα, θα τα έβλεπε τόρα αυτά και ήθελε να οπισθοχωρήση. Ο ζωέμπορος εσταυροκοπήθη δις και τρις ψιθυρίζων μέσα του προσευχήν κ' έστρεψε τον ίππον να φύγη ησύχως. Αίφνης όμως ήκουσε γογγυσμόν και φωνήν ανθρωπίνην, ερχομένην ασθενώς μέσ' από τα φυλλώματα και ζητούσαν βοήθειαν.

Το πρωί, ο Γκορνεβάλης πήρε από κάποιο δασοφύλακα το τόξο του και δυο καλοφτιαγμένα βέλη, και τάδωσε στον Τριστάνο, τον καλό τοξότη, που ξεπέταξε ένα ελάφι και το σκότωσε. Ο Γκορνεβάλης άναψε φωτιά από ξερά κλαδιά για να ψήση το κυνήγι. Ο Τριστάνος έκοψε φυλλώματα, έφτιασε μια καλύβα και τη σκέπασε με φύλλα.

Άστραψε, Κύριε, με φοβέρα στην αδυναμία μου που κυττάζει τους βραδυνούς ορίζοντες μήπως τον ιδή. Μην αφήσης τους στεναγμούς μου να κινούν τα φυλλώματα του Παραδείσου. Μην αφίνης την αμφιβολία μου να σβύνη τη φλόγα των άστρων σου. Κεραύνωσε τον πόνο μου που ρωτά τον ουρανό κι' ασχημίζει την αιωνιότητα. Κύριε, ας μη τον θυμηθώ! Ξέρω που τον έβαλες σε τοπείο με απλές και καθαρές μορφές.

Μόνον ειξεύρω ότι εύρισκε πάντοτε καλήν τροφήν δι' εμέ, και όταν εκοιμώμην μ' εσκέπαζε με τον επενδύτην του. Υποκάτω εις πυκνά φυλλώματα, μέσα εις τους θάμνους, όπου εκοιμώμεθα, μου ετοίμαζε πάντοτε την καλλιτέραν θέσιν διά κλίνην, και ενώ εκοιμώμην, πολλαίς φοραίς μοι εφαίνετο ότι έβλεπα την σκιάν του να με φυλάττη ορθία εις το πλάγι μου. Διότι αυτός είχε λογισμούς και αγρυπνούσε πάντοτε.

Όμως το κινούμενον φως, προχωρούν ταχέως προς τα κάτω, και πότε χανόμενον υπό τα πυκνά των δένδρων φυλλώματα, πότε αναφαινόμενον ερυθρότερον εις τους ψιλούς των λειβαδίων χώρους, επλησίαζεν ήδη εις την βραχώδη κατωφέρειαν, όπου οι χθαμαλοί θάμνοι δεν το απέκρυπτον, και ήρχετο κατ' ευθείαν εις το φρούριον. Το παιδίον εφρικίασε τώρα. Εσκέφθη να εισέλθη εις την εκκλησίαν, αλλά το εύρε φοβερώτερον.

Δε θέλω να υπάρχη τίποτε που να μην το γνωρίζης, είπε. Ξανακάθησα στη θέση μου και πήρα τα κουπιά. Η βάρκα τράβηξε πάλι το δρόμο της και σε λίγο είδα ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων ένα φως, που με ωδήγησε στην αποβάθρα μας. Αγκαλιασμένοι πήραμε το μονοπάτι του σπιτιού μας κι όταν καλονυχτιστήκαμε μ' ένα φιλί η Έλσα είπε: — Μ' έκαμες τόσο ευτυχισμένη απόψε.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν