United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' εκατέβαινε γοργό, βαρύ, αλύπητο το σκοινί πάνω στα σκελεθρωμένα των καταδίκων τα κορμιά μες την πείνα και τα ολημερνά βασανιστήρια. Οι άλλοι, οι κατάκλειστοι στα δωμάτια, που έβλεπαν μες από τους σιδερόφραχτους φεγγίτες, ελύσσαγαν, εμάνιζαν, αστροπελέκια, σπίθες φλογερές επετούσαν τα μάτια τους, να τον κάψουν όξω το Βλαχογιώργο, τον τύραννο.

Εγώ εβγήκα να πιω νερό, στην περίφημη, την αθάνατη βρύσι... Ήτον ως τρεις ώρες νύχτα. Δροσιά, αστροφεγγιά, χαρά Θεού. Εκεί αντίκρυ, πέρ' απ' τα πλατάνια, στο ξέφαντο, είχαν αρχίσει να παίζουν λαλούμενα, φλογέρες, νταούλια, ζουρνάδες, και μερικοί είχαν στήσει χορό.

Αυτός είνε περιτριγυρισμένος από βαθύτατον χαντάκι γεμάτον νερόν το οποίον βράζει χωρίς φωτιά· και εκείθεν από το χαντάκι φαίνεται ένα έδαφος από πλάκες τζελικένιες φλογερές, που ακαταπαύστως βγάζουν άπειρες φωτιές, εις τρόπον που ο ναός φαίνεται να είναι όλος πύρινος.

τους όχτους, 'ς τα ριζά, κοπάδια ασπρολογάνε Και φαίνονται βοσκοί, καιτώμορφο κεντίδι Φλογέρες λες κι' ακούς, λες και γροικάς τραγούδια, Βελάσματα βραχνά και ηχούς από τρουκάνια. 'Σ τα πόδια του βουνού κεντάει γαλάζια λίμνη Με καλαμιές χρυσές. Ένας ψαράςτην άκρη Πεζόβολον κρατεί και δόλωμα ετοιμάζει. Κάμπον πλατύν πλατύν με σμαραγδένιο νήμα Ολόγυρα κεντάει.

Και μέσα στο στερνό εκείνο και φλογερό κοίταγμά τους, όλα τα γλυκά όνειρα κ' οι φλογερές και διαφορετικές επιθυμίες της περασμένης νύχτας, λυόνουν στα μάτια τους για μια στιγμή σε δάκρια πικρά, όσο που ο πράσινος τοίχος του μονοπατιού, χωρίζει αιώνια αυτόν που φεύγει για τον αηδιασμένο κόσμο του, κι αυτή που απομένει στην άχαρη εξοχή της.

Αυτή τη νύκτατρέμω να το πωτην κρατούσα στην αγκαλιά μου, σφιγμένη καλά στο στήθος μου και εσκέπαζα με αναρίθμητα φιλιά το στόμα που εψιθύριζε λόγια αγάπης. Το μάτι μου έπλεε στη μέθη του ιδικού της! Θεέ μου είμαι αξιοτιμώρητος που αισθάνομαι και τώρα ακόμη ευτυχίαν όταν θυμάμαι αυτές τις φλογερές ηδονές; Καρολίνα!

Εδώ κ' εκεί κοκκίνιζαν τα όψιμα οργώματα· άστρα λαμποκοπούσαν ανάμεσά τους τα πρόστυχα γυαλιά· λαλούσανε πουλιά στα δέντρα. Απόπερα ερχόταν βουή ανάκατη από κυπριά και βελάσματα, φλογέρες και λαλήματα. Και ψηλά έρριχνε το γαλάζιο του μάτι ο ουρανός σαν πατέρας στων παιδιών του τη χαρά. — Ναέ αχάλαστε! δέξου με λειτουργό σου· είπε ολόψυχα ο Δημητράκης, έτοιμος να γονατίση.

Λες και τάγριο το κορφοβούνι της Ίδας κοιτάζει με μάτια νυσταγμένα μύριες Νύφες και Βοσκοπούλες που χορεύουνε κάτω, μέσα στους λόγγους. Θαρρείς πως τις ακούς τις φλογέρες και παίζουν! Θλιβερή απάτη της φαντασίας! Τους λόγγους εκείνους τους σαβανώνει σκοτάδι αμίλητο και βαθύ. Στρέψε κατά την αντικρινή τη μεριά, κατά τα όρη που αραδιασμένα λες και πλαγιάζουν απάνω στα ήμερα κύματα.

Κατά αλήθειαν αυτός τίποτε δεν μου έλεγε, μα οι ματιές του οι φλογερές πολλά καλώς εφανέρωναν τον έρωτά του. Μίαν ημέραν αυτός επρόσφερε του βεζύρη ένα μέρος του παλατίου στολισμένον με όλα τα αναγκαία και με δούλους, διά να υπάγη να κατοικήση εκεί, προφασιζόμενος τούτο το μέσον πως τάχατες αγαπούσε να έχη τέτοιον θαυμαστόν ζωγράφον κοντά του.

Τα μάτια του κοιτάζουν ξαφνισμένα τις τελευταίες φλογερές αναλαμπές του ηλιού, που χάνεται στην ήσυχα κυματισμένη θάλασσα. Κάθεται κει με το σαγόνι ακκουμπημένο στο χέρι του, σα να συλλογίζεται κάτι σοβαρό, που δεν μπορεί να το εκφράση με λόγια. Κι όταν τέλος ξέρει πως πρέπει να πάη να κοιμηθή, κρεμιέται στα λαιμό του μπαμπά και παρακαλεί να τον φέρω στο κρεββάτι του.