Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Κάθε τόσο σταματούσε και γύριζε να κοιτάξει το κτηματάκι που ήταν καταπράσινο ανάμεσα στους δυο τοίχους που σχημάτιζαν οι φραγκοσυκιές και το καλύβι εκεί πάνω, μαύρο ανάμεσα στο γλαυκό των καλαμιών και στο λευκό του βράχου, του φαινόταν να μοιάζει με φωλιά, μια πραγματική φωλιά. Κάθε φορά που έφευγε από εκεί το κοίταζε έτσι, τρυφερά και μελαγχολικά, σαν ένα πουλί που μεταναστεύει.

Ένοιωθε ν’ αφήνει εκεί πάνω το καλύτερο κομμάτι του εαυτού του, τη δύναμη που δίνει η μοναξιά, το ξεμονάχιασμα από τον κόσμο, και ανηφορίζοντας τη δημοσιά που περνούσε ανάμεσα από ρείκια, βούρλα και χαμηλές σκλήθρες στο μήκος του ποταμού, του φαινόταν πως είναι προσκυνητής, με το μικρό μάλλινο δισάκι στον ώμο και με ένα μπαστούνι από κουφοξυλιά στο χέρι, να κατευθύνεται σ’ έναν τόπο μετάνοιας: στον κόσμο.

Του φαινόταν πως καταλάβαινε τελικά γιατί ο Θεός τον έσπρωξε να εγκαταλείψει το σπίτι των κυράδων του και να φύγει περιπλανώμενος: ήταν για να δοθεί χρόνος στο Τζατσίντο να σκαλίσει βαθειά μες στη συνείδησή του και στη Νοέμι για να γιατρευτεί από το πάθος της. «Εάν έδινα αμέσως τη απάντηση στον ντον Πρέντου, όλα θα είχαν τελειώσει», σκεφτόταν με αίσθημα ανακούφισης και ονειρευόταν ενώ τον έπαιρνε ο ύπνος.

Όταν τα ξανάνοιγε έβλεπε την κιτρινωπή δημοσιά να χάνεται ανάμεσα στο πράσινο και το γαλάζιο του ορίζοντα, επάνω προς τα βουνά του Νούορο και κάτω προς τη θάλασσα της Μπαρονία, και του φαινόταν πως έτσι ζούσε πάντα, στην άκρη ενός δρόμου που είχε διανύσει τον μισό και τον άλλο μισό τον είχε μπροστά του.

Στο φύσημα του ανέμου έτρεμε όλο το καλύβι και η αραχνιές γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο. Καταγής αναπαυόταν η στάμνα με τα χερούλια στα πλευρά και η χύτρα αναποδογυρισμένη κοιμόταν πλάι της. Ο Έφις ετοίμασε την ψάθα, αλλά δεν ξάπλωσε. Του φαινόταν πάντα ότι άκουγε θόρυβο από παιδικά βήματα.

Ο Έφις, ψόφιος από την κούραση, με τον πυρετό να του τρώει τα σωθικά, δεν προσπαθούσε να τους συνεφέρει, ούτε τους λυπόταν∙ του φαινόταν όμως ότι βάδιζε μέσα σ’ ένα όνειρο, όπου τον παρέσερνε μια συντροφιά φαντασμάτων, όπως τόσες φορές συνέβαινε τις νύχτες εκεί κάτω, στο κτηματάκι∙ ήταν κιόλας νεκρός και περιφερόταν ακόμη σε τούτον εδώ τον κόσμο, διωγμένος από τα βασίλεια του άλλου.

Η κηλίδα των κόκκινων κορσέδων τους ξεχώριζε, μέσα στο γκρίζο, πιο ζωηρή και από τη φλόγα. Δεν είχε τραγούδια ούτε μουσική σ’ αυτό το μικρό πανηγύρι που στον Έφις φαινόταν να είναι μια συμμάζωξη ληστών και βοσκών που συγκεντρώθηκαν εκεί από την επιθυμία να ξαναδούν τις γυναίκες τους και να πάρουν μέρος στη λειτουργία.

Τώρα μου φαινόταν περισσότερο τερατώδης η αδιαφορία πούχα δείξει γιαυτήν τον τελευταίο καιρό, ενώ αυτή 'τον όλη αγάπη για μένα. Έπρεπε να υποφέρω και ν' αποθάνω ακόμη για την αναισθησία και την αχαριστία μου.

Έμεινε στο χωριό όλη την μέρα. Ανησυχούσε για το κτήμααν και την εποχή εκείνη λίγα πράγματα ήταν εκείνα που θα μπορούσε να κλέψει κανείςαλλά του φαινόταν ότι μια κρυφή διχόνοια ταλάνιζε τις κυράδες του και δεν ήθελε να φύγει εάν προηγουμένως δεν τις έβλεπε φιλιωμένες. Η ντόνα Έστερ, αφού έβαλε λίγη τάξη, ξαναβγήκε για να πάει στην εκκλησία.

Κι όταν μπήκα στην κάμαρά μας, είδα πως τα δικά μου παράθυρα είχαν την ίδια θέα, που είπα πρωτήτερα, με τη διαφορά πως η θάλασσα φαινόταν από δω ακόμα σιμότερα. Στάθηκα πάλι εκεί και δεν ήξερα τι γινότανε μέσα μου εκείνη τη στιγμή. Μα την ίδια ώρα έπεσε η ματιά μου στη γυναίκα μου.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν