United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η φωνή της γριάς της φαινόταν να είναι η ηχώ από το δικό της παρελθόν. «Και ο ντον Τζάμε, κυρά μου; Ήταν η ψυχή του πανηγυριού. Όλο φώναζε, έμοιαζε με θύελλα, αλλά κατά βάθος ήταν καλός. Το ουράνιο τόξο έρχεται πάντα μετά την καταιγίδα.

Ο Έφις, ντυμένος κι εκείνος όπως οι άλλοι ζητιάνοι, έσερνε πίσω του τους δυο τυφλούς και του φαινόταν πως ήταν η μοίρα του η ίδια: το έγκλημα και η τιμωρία του. Δεν τους αγαπούσε, αλλά τους ανεχόταν με άπειρη υπομονή. Κι εκείνοι δεν τον αγαπούσαν, αλλά ζήλευαν ο ένας τον άλλο για την προσοχή που τους έδειχνε, και καυγάδιζαν συνέχεια.

Άρχιζε από τα Βυζαντινά χρόνια, πέρναε στα χρόνια της σκλαβιάς και τελείωνε στον Αντρέα τον ΕυμορφόπουλοΑντρέα τον Ελευθερωτή, όπως τον έλεγε. Δεν ήταν βιβλίο παρά καθρέφτης. Κάθε Ευμορφόπουλος φαινόταν εκεί μέσα ίδιος κι απαράλλαχτος όπως ήταν στην εποχή που έζησε. Ένας καταλαχάρης άνθρωπος θάλεγε πως αυτοί όλοι ήταν ξεχωριστοί κι άμοιαστοι μεταξύ τους.

Από το ένα καλάμι στο άλλο επάνω στο λόφο τα σύννεφα του Μάη περνούσαν λευκά και απαλά σαν γυναικεία πέπλα. Εκείνος κοίταζε τον καταγάλανο ουρανό και του φαινόταν πως ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα όμορφο κρεβάτι με μεταξωτά σκεπάσματα.

Πώς θα πλήρωναν; Του φαινόταν ότι δεν μπορούσε πια να κινηθεί, ότι τα πόδια του ήταν πρησμένα, βαριά από το αίμα που κατέβαινε προς τα κάτω αφήνοντας άδεια την καρδιά και το κεφάλι του και τα χέρια του άπραγα. Πώς θα πλήρωναν;

Ο Έφις δεν απάντησε∙ έκλεισε τα μάτια, έκλεισε με το χέρι το αυτί, αλλά η φωνή του παιδιού βούιζε μες στο σκοτάδι και του φαινόταν να είναι εκείνη η ίδια η φωνή των πνευμάτων του παρελθόντος.

Κάμε τον ζευγά, κάμε τον βαλμά, κάμε τον τσαγκάρη ακόμα. Ώμορφο πράμα, αλήθεια, ένας Ευμορφόπουλος να μπαλώνη παπούτσια. Η κυρά Πανώρια εσούφρωσε αυστηρά τα φρύδια της και τον κύτταξε κατάματα. Το χασκόγελό του της φαινόταν ανυπόφορο. — Κ' ένας καλός μπαλωματής, παιδί μου, είπε αργά και σοβαρά, μπορεί να τιμήση τ' όνομά του όπως κ' ένας σοφός.

Του φαινόταν όμως πως το σώμα του ήταν ένας άδειος σάκος που τον έδερνε ο άνεμος, σχισμένος, βρώμικος, για πέταμα στα κουρέλια. Και οι σύντροφοί του δεν ήταν καλύτεροι από αυτόν. Περπατούσαν, περπατούσαν, χωρίς να ξέρουν πού πηγαίνουν, χωρίς να ξέρουν το γιατί.

Ο Έφις έσφιγγε στα χέρια του ένα κομμάτι ψωμί και του φαινόταν πως έσφιγγε την ίδια του την καρδιά ταραγμένη από τις αναμνήσεις. «Και λένε πως πιστεύουν στο Θεό, αυτές! Γιατί δεν μ’ αφήνουν να παντρευτώ την γυναίκα που αγαπώ;» «Πάψε, Τζατσίντο! Μη μιλάς έτσι γι’ αυτές! Το καλό σου θέλουν.» «Να μ’ αφήσουν τότε να κάνω κι εγώ την οικογένειά μου.

Κίτρινα σύννεφα πρόβαλαν ξαφνιασμένα πάνω από το υγρό Βουνό και από τα ψηλά του χωριού, εμπρός από την εξώπορτα των Πιντόρ, φαινόταν ο κάμπος σκεπασμένος με χρυσαφί βούρλα και το πράσινο ποτάμι ανάμεσα σε νησάκια άσπρης άμμου. Η σιωπή ήταν τόση που ακούγονταν οι γυναίκες να κοπανάνε τα ρούχα στο ποτάμι, κάτω από το μοναχικό πεύκο της όχθης.