Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Είναι γλυκό το τραγούδι της θάλασσας, μα πικρός ο πόνος που φέρνει. Πάμε παρακείθε λιγάκι. Εκεί, κατά το χάλασμα του Μπραΐμη. Εκεί, στην άλλη την άκρη της Τάμπιας είναι του Μπραΐμη το χάλασμα.

Και δεν εμπέρδευεν ο Ζώης ποτέ τον καφέ του, γιατ' είχε πάντατο νου ότι το μπέρδεμα φέρνει κακό και ζημιές πλειότερες παρά κέρδη, κι αυτός το ψωμί του, οπώβγαζε με τον καφενέ του, ήθελε να το βγάζη και να το τρώη με τον ίδρω του και με την τιμιότη, κι όχι με το ψέμμα και με την αδικιά, γιατ, ήξερε πως κ' οι μουστερίδες του τον παρά, που τους έπαιρνε, τον έβγαζαν με τον ίδρω και με την τιμιότη.

ΚΕΝΤ Τους ηύρα εις το σπίτι των, κ’ εκεί τα γράμματά σου τα έδωκατα χέρια των, γονατιστός εμπρός των, Ακόμη εγονάτιζα το σέβας μου να δείξω, κ' εμβαίνει έξαφνα εκεί τρεχάτος ταχυδρόμος λαχανιασμένος, βιαστικός, ιδροπερεχυμένος. και από την κυρίαν του, την Γονερίλην, φέρνει χαιρετισμούς και γράμματα. Με άφησαν εμένα κ' εδιάβασαν το γράμμα της.

Και τώρα που μεγάλωσεωχ θεούλη μου! — δεν έχει ταίρι στον κόσμοδεν έχει! ... Και να συλλογιέται κανείς πως θα μείνη απροστάτευτη! έρμη κι απροστάτευτη! πρόσθεσε κουνώντας με θλίψη το κεφάλι του. — Σώπα, καϋμένε γέρο· σώπα και δεν ήρθε ακόμα η ώρα μας. — Δεν ήρθε; τι λες μωρή γριά! πλάκωσε δε λες. Να, έτσι μας φέρνει γυροβολιά, σαν τον ψαρά με την απόχη του.

Πάνω στον βράχον ανεβασμένα παιδιά και γυναίκες περιμένουν ν' απολαύσουν το θέαμα του σκοτωμού του Αγίου. Μπρος από τον βράχον ανοίγεται διάπλατος ο δρόμος που φέρνει προς την κάτω πόλι. Κοντά στη βρύσι, ο Άγιος Δημήτριος, κατάλευκα ντυμένος και ωχρός σαν άσπρο κερί. Γύρω απ' τα μάτια του ένας κύκλος μαβύς. Είνε εξηντλημένος. Δύο στρατιώται τον υποβαστάζουν με προσοχή από τους αγκώνες.

Εφανερώθη αιφνιδίως εις τους οφθαλμούς μας πολλά φοβερός, ωσάν ένας κριτής που φέρνει τρόμον εις έναν κατάδικον· η γύμνωσίς μας δεν μας εκαλούσε να προσπέσωμεν εις τους πόδας του διά να του ζητήσωμεν έλεος· εβουτήσαμεν εις το νερό διά να σκεπάσωμεν την γύμνωσίν μας. Καλότυχοι ημείς, αν εκείνα τα νερά ήθελαν σκεπάση το σφάλμα μας, καθώς εσκέπαζαν την γύμνωσίν μας.

Είνε, λέει, το «επιχειρηματικό» της Ρωμαίικης της φυλής και τους σκουντάει, τους ρίχνει όξω κι όξω, ως τον άγιο Φραγκίσκο τους φέρνει, ως την Πολυννησία τους ξεβράζει, σε κάθε ακρογιάλι σαν ψόφιες ακρίδες τους στρώνει, άλλους λουκούμια να πουλούν, άλλους φορτιά να σηκώνουν, άλλους άλλα βάσανα να τραβάνε, και τέλος να ρουφιούνται από το παντοδύναμο ταγγλοσαξονικό το θεριό και να χάνουνται.

Ω θα είναι βέβαια φοβερό να είναι κανένας στην κατάστασή της. Να μην μπορή να κάμη τίποτε και να πέφτη συντριμένη με το παραμικρότερο που της φέρνει ανησυχία ή θλίψη. Να συλλογίζεται ακατάπαυτα το θάνατο, που πιστεύει πως θα έρθη, μα δεν έρχεται.

Φώναξε ο Διονυσιοφάνης δυνατώτερα από το Μεγακλή· κι αφού πετάχτηκε επάνω, φέρνει μέσα τη Χλόη, πολύ όμορφα στολισμένη, και λέει: — Τούτο το παιδί το ποραπέταξες· αυτή την παρθένα μια προβατίνα με την ένοια των θεών σου την ανάθρεψε, όπως μια γίδα το Δάφνη μου.

Και τον καιρόν που οι φίλοι εχαίροντο, έρχεται η μάνα της νύμφης και την παίρνει από το χέρι και εμίσευσαν από εκεί. Έπειτα από ολίγον έρχεται ο Μουφάκ και με παίρνει και εμένα, και με φέρνει εις ένα χοντζερέ πολλά εύμορφα στολισμένον εις τον οποίον ήτον ένα κρεβάτι στολισμένον με χρυσά παπλώματα και τριγύρω του πολλές λαμπάδες αναμμένες.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν