Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Και όταν ετσάκιζεν η ημέρα, ώρα εσπερινού, εκάθητο τώρα η γρηά-Κυρατσού, υπό την αυτήν ελαίαν και αυτή, κατάμαυρη ως κορώνη, να φάγη ολίγον ξηρόν άρτον, διάβροχον από τα δάκρυά της. Και εθρήνει μάλλον ή έτρωγεν, η γερόντισσα, βλέπουσα και αυτή το αφρισμένον πέλαγος.
Τω όντι εσκέπτετο ότι, αφού παν μυστικόν ήτο προωρισμένον να είνε γνωστόν εις δύο τουλάχιστον πρόσωπα, διατί να μη είνε και εις τρίτον, και διατί το τρίτον τούτο να μη είνε αυτή αντί πάσης άλλης; Ησθάνετο δε τοσούτον γαργαλισμόν περιεργείας, οσάκις εδίδετο αφορμή προς ανίχνευσιν μυστικού τινος, ώστε δεν ηδύνατο ούτε να κοιμηθή ούτε να φάγη.
Αυτό λογιάζω πως να σου φαίνεται δύσκολον να το πιστεύσης, μα είναι εύκολον να σε κάμω να βεβαιωθής· κράξε τον Βελή, και υποχρέωσέ τον διά να φάγη και πίη έμπροσθέν σου από εκείνα τα φαγητά που έμειναν, και θέλεις ιδεί τι του θέλει συμβή.
Και άφινον οπίσω της ένα πάντοτε εμπαιγμόν: — Τώρα και αυτή η περιβολάρισσα! Όμως εκείναι αι κακολογούσαι έτρωγον την μεσημβρίαν ξηρό ψωμί, η δε περιβολάρισσα θειά-Ζωίτσα είχε μαγείρευμα ευώδες να φάγη αυτή μετά των δύο θυγατέρων της και να μοιράση εις τους συγγενείς και γνωρίμους της.
Εν τω μεταξύ είχεν ανάγκην να φάγη και να αναπαυθή. Η νυξ εκείνη της αϋπνίας, η οδοιπορία εις το Οστριανόν, η ταχεία φυγή του τον είχε καταβάλει. Είχε προ πάντων ανάγκην ύπνου και η αγρυπνία τον είχεν εξασθενίσει. Η πόλις εκοιμάτο ακόμη.
'ς την γην εβγήκαμε, νερό επήραμε από βρύσι, 85 και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια. και το φαγί και το πιοτό άμα ευφρανθήκαμ' όλοι, τότε συντρόφους έστειλα, να υπάγουν και να μάθουν ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποι 'ς την γην εκείνην ήσαν, δύο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. 90 επήγαν κ' επλησίασαν τους Λωτοφάγους άνδραις, και τούτοι των συντρόφων μας κακό δεν μελετούσαν κανένα, αλλά τους έδωσαν λωτό να δοκιμάσουν. και άμα εγευόνταν τον καρπό, 'που ήταν γλυκός 'σαν μέλι, να γύρουν πλειά δεν έστεργαν, ουδ' είδησι να φέρουν. 95 αλλά να μένουν ήθελαν σιμά των Λωτοφάγων, λωτό να τρώγουν, την γλυκειά πατρίδα λησμονώντας. εις τα καράβια εγώ με βια τους γύρισα κ' εκλαίαν, και εις τα ζυγ' αποκάτωθε τους έσυρα δεμένους. ν' αναιβούν τότ' επρόσταξα των άλλων των συντρόφων 100 'ς τα γοργά πλοία με σπουδή, μη κάποιος απ' εκείνους φάγη λωτό, και την γλυκειά πατρίδα λησμονήση. εμπήκαν, αραδιάσθηκαν εις τα σανίδια κείνοι, και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.
Πόση είνε η δύναμις της επιρροής, και αν η Ρηνούλα είχε γοητείαν και όμμα επιβάλλον διά ν' ανατρέφη παιδία, το ησθάνθην την ημέραν εκείνην του Πάσχα, όταν η μικρά Τοτώ, ηλικίας τότε τριάντα μηνών περίπου, ήρχισεν αίφνης να κλαυθμυρίζη εκεί πού την είχαν βάλει να φάγη, διά μίαν μικράν παράλειψιν.
Όπως και αν έχη τούτο, πταίουσιν οι Έλληνες, οίτινες επέτρεψαν εις τον όνον να την φάγη. Αλλά ταύτα περιττά. Είπομεν ότι οι χωρικοί εσταυροκοπούντο, μη έχοντες άλλο πρόχειρον μέσον όπως δείξωσι την απορίαν των. Κατά τα περίχωρα της Σπάρτης είχον συμβή συνεχείς σεισμοί τας ημέρας εκείνας. Γραία τις διηγείτο την οπτασίαν ην είδε. Χάριν συντομίας παραλείπομεν την αφήγησιν ταύτην.
Πάντα ταύτα ήσαν βεβαίως ποιητικώτατα, αλλ' εις το δείπνον είχα φάγη πολλήν παλαμίδα, την οποίαν επότισα, ως βαρυστόμαχον, με δυο ή τρία ποτήρια γλυκού οίνου της Κέας.
Αφ' ης ώρας ο ιερεύς προ του βωμού ήνωσε τας χείρας των, ψάλλων το &Ησαΐα χόρευε&, αν και δεν εννόει τας λέξεις, εγνώριζεν ότι αυτή ήτο του Στάθη, εις αυτόν ανήκεν η ψύχη και το σώμα της, πάσα σκέψις της και πάσα υποταγή. — Όλα! εψιθύριζεν από ώρας εις ώραν. Η λυγερή δεν ησθάνετο καθόλου όρεξιν να φάγη. Έρριψε τα στρώματα επί του εδάφους και ηπλώθη να κοιμηθή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν