United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αναστέναξε η Ιζόλδη, ακούγοντας τόνομα του Τριστάνου, άλλαξε το χρώμα της, και θυμωμένη του είπε: «Φύγε από δω. Ποιος σ' έμπασ' εδώ μέσα! Φύγε, βρωμοπαλαβέ!».

Βρίσκεται μια πόλι στην Ελλάδα που δεν είν' απ' της άσημες, και τόνομα έχει πάρη απ' την Παλλάδα τη θεά με το χρυσό κοντάρι, — εκεί που ο Φοίβος με τη βια, την κόρη του Ερεχθέως απόλαυσε, την Κρέουσα, στου βράχου της Παλλάδος του βορεινού τους πρόποδας, στην άκρη της Αθήνας, που οι άρχοντες της Αττικής Μακρά τη λένε Πέτρα.

Οι Ιρλανδοί ρωτούσαν. «Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι μεγαλόπρεποι άρχοντες; Τους γνωρίζει κανείς; Κυττάχτε τι βαρύτιμοι μαντύες, στολισμένοι με γουναρικό και με χρυσάφι. Κυττάχτε στη λαβή των σπαθιών, στης πόρπες των γουναρικών, πώς αστραποβολούν και τι νερά κάνουνε τα ρουμπίνια, τα σμαράγδια, τα μπερούλια, και χίλιες άλλες πολύτιμες πέτρες που ούτε τόνομά τους δεν ξέρουμε!

Το είχε κι ο Ιουστινιανός αλλαγμένο τόνομά του από τότες που τον έφερε ο θειος του στην Πόλη και σπούδαξε. Φαίνεται πως σπούδαξε ο Ιουστινιανός στα γερά, και μέσα στις πρώτες του εκείνες μελέτες πρέπει να του κατέβηκε το μεγάλο του όνειρο, η ανάσταση της Ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας.

Από το χτύπημα, εννοείται, κάτι αρπάζει κ' η δημοτική. Λέω πως χτυπάει τους δημοτικούς, και στον πατριωτισμό τους μάλιστα, μα καλά καλά δεν ξέρω ποιους θέλει να πη. Τον Εφταλιώτη και μένα, μας βάζει ομπρός στα γερά. Γράφει και τόνομά μας.

Πρόθυμος, ανοιχτόκαρδος ο κόσμος εδώ. Ο δήμαρχος -όχι της Χώρας του Χαλκιού της Τραγαίας, το βράδυ, στις εννιά, του παρουσιάστηκα, πρόσταξε κρεββάτι και τραπέζι, προτού να του πω και τόνομά μου! Να μην ξεχάσω τους παππάδες! Τι δε μου έκαμε ο Νάξιος ο Δεσπότης! Τι δε μου έκαμε στις Μέλανες, εδώ, ένας φτωχός παππάς!

Να, ωραία φιλοδοξία, και να, στάδιο για να ωφελήση κανένας την κοινωνία, όχι του παρά και της επίδειξης, μα την κοινωνία της πείνας, που είναι και η πιο μεγάλη. ΦΙΝΤΗΣ Βλέπεις χαμηλά και ταπεινά. Τι με νοιάζει εμένα για την κοινωνία της πείνας. Ας βρη ψωμί να φάη, αλιώς ας πεθάνη. Εγώ κοιτάζω την οικογένειά μου, τόνομά μου, την περιουσία μου κι ακόμα τον τρόπο που να φτάσω ψηλά.

Είπα τόνομα του Καρκαβίτσα. Πρέπει τώρα να πω και τόνομα του Παλαμά. Οπαδοί κ' οι δυο τους — ή μισοί οπαδοίτης μισής γλώσσας. Δεν τους ανάφερα πιο απάνω μαζί με τους άλλους, μα. . . ξύλο θέλουνε κ' οι δυο τους. Ίσως πάλε τους αξίζει μόνο μισό ξύλο.

Τα τρία κεράκια Είχαν περάσει είκοσι μέρες απ’ τη γέννηση της Κούκλας. Βεργινία ! φώναξε μέσα στο χώμα, Βεργινία ! λυπήσου με, μη μου πάρης το παιδί μου!. . . Βεργινία, εγώ δεν το θέλησα για να πεθάνης! παρ' τον ήσκιο σου αποπάνω μου! Λυπήσου μοναχά το Νίκο που τον αγαπούσες, γιατί θαρρωστήση. Μη μας πάρης το παιδί μας!. . . Θα του βγάλω τόνομά σου γιατί σου μοιάζει. . αχ, γιατί μου τόκαμες αυτό!

Μιαν ώρ' αρχύτερα. Είσαι φρόνιμη γυναίκα· γιατί ξέρεις ο κόσμος είναι κακός και λέει πολλά... Και ποιος έχει να πη τίποτις για το κορίτσι; οι παλιοπατσαβούρες; Αρωτάς ;! Τα τι σέρνει μονάχα εκείνη η Ευρυδίκη, η αντροχωρίστρα, η μουντζουρωμένη!. . και που 'σαι ακόμα ! Κάλλιο λέει να σου βγη το μάτι, παρά τόνομα ! Δε βάσταξε η θεια Ελέγκω απ’ την τόση υποκρισία : Του λόγου σου, Κερά μου, που ξέρεις να μιλάς για τους άλλους να κυττάξης να μη βγη τώ δικώνε σου των κοριτσιών τόνομα που θα πης για τη Λιόλια μου. Των κοριτσιών μου ; ! Και ποιά είσαι εσύ που θα πιάσης τις κόρες μου στο στόμα σου αυτάδισα ! Εγώ τις κόρες σου στο στόμα μου !; φτου σας ! σουρλουλούδες! Σ' εμένα καλέ λες τέτοια λόγια ; ξεφώνισε σαν παγώνι η γριά Χαρζανοπουλίνα, πούχε κιτρινίσει απ’ το κακό της σαν τη ζαφουρά κ’ η ελιά της είχε ξεπεταχτή ολόρθη σουρλουλούδες εμείς!