Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Λέλα, Λέλα, πού είσαι; Η Λέλα τώρα πού λες να είναι; Λες να είναι στον τάφο της μέσα; Εκεί κάτω στη μάβρη γις; Εκεί κάτω στο κιβούρι; Πού είναι τολόχρυσο, το ηλιόπλαστο το παιδί; Ή μήπως πήγε στον ουρανό πουθενά, κάπου σταστέρια μακριά; Λες να είναι άλλος κόσμος; Δείξε μου πού είναι, γιατί εδώ μέσα τίποτις δε βλέπω.
Στην Αθήνα σαν πάμε, χίλιες φορές θα τακούσης: «Ο τόπος πρόδεψε θαυμάσια, ας είναι καλά «αι ατομικαί επιχειρήσεις». Εκείνο μόνο που μας χαλνάει, θα σου προσθέσουν, είναι «η πολιτική διαφθορά». Δηλαδή: &Ο Ρωμιός κοιτάζει την τσέπη του, και τίποτις άλλο.& Όλα τάλλα, νόμους, τέχνες, επιστήμες, γράμματα, τα φροντίζουν οι δάσκαλοί του κ' οι γραμματικοί του.
Βαριεστημένος ο κόσμος από το μεγάλο τον πόλεμο του 66, που τονε θυμούνταν ακόμα, που τάννοιωθαν ακόμα τα φοβερά του σημάδια, που μόλις τώρα και μερικούς χρόνους άρχιζαν κ' έδιναν καρπό ταναβλαστημένα τα λιόδεντρα, όσα είχαν κοπή, έτρεμαν όλοι τους μην τύχη και ξεσπάση τίποτις ταραχή σε καιρούς που έπρεπε να δουλέψουν και να οικονομήσουνε για πιο καλορρίζικες ώρες.
Μα θα πη άραγες πως δεν την αγαπούσε ή πως δεν την αγάπησε ποτέ κανένας; Τι τάχα; Δε γύρεψε κανένας να την πάρη; Δεν της είπε κανένας τουλάχιστο δυο γλυκά λόγια; Δεν άρεσε κανενός; Πώς γίνεται; Αναθράφηκε σε μια τέτοια πόλη και δε βρέθηκε κανείς να της κάμη ένα κοπλιμέντο ή λίγο κόρτε, ή να την κοιτάξη καλά στα μάτια, ή να της δώση να καταλάβη τίποτις, ή να μην ξιππαστή από την ομορφιά της; Δε γίνεται.
Μη μου λες όμως να μπω και γω μέσα στο χορό, να κάμω ή να τυπώσω τίποτις, ας είναι κι από τα παλιά μου. Είχα και γω πρώτα δυο τρεις ιδέες· ίσως μπορούσα κάτι να κατορθώσω. Δε μου στρέγει πια. Σταφίνω εσένα. Στοχάσου, φίλε μου, ως πού κατάντησα αφού και για τη γλώσσα δε με μέλει. Κάπου μου έρχεται και μένα να τους πω τίποτις, να διασκεδάσης· έπειτα βαριούμαι.
Λοιπόν, όπως κι αν το πάρης, γράφοντας τους τύπους που είπαμε, ο Καρκαβίτσας ή κάθε άλλος μιμήθηκε τη ζωή, και τότες δε σημαίνει τίποτις ο όρος τεχνητή γλώσσα. Εγώ μάλιστα θαρρώ πως έχει μεγάλο δίκιο σαν τα βάζει αυτά ο Καρκαβίτσας, και πως άδικο έχει σαν ανακατέβει καθαρέβουσες και δημοτική.
Κόλλησαν τα χείλη της, κι ανοιγόκλειαν τα ρουθούνια της. Της κατεβαίνει άξαφνα σα ζαλάδα. Ακκουμπάει κατά τα πίσω με χέρια σφιγμένα, πείσμα γεμάτα. Θολώνουν τα μάτια της, κομπώνει ο λαιμός της, κι απομένει ασάλευτη. Την κοίταξαν όλοι τρομαγμένοι. — Λιγοθυμιά είνε, κάνει ο κυρ Μαυρουδής, τίποτις δεν έχει. Συχνά το παθαίνει αυτό. Και παίρνει νερό και της χύνει μια ποτηριά.
Να μη φέξη, για τόνομα του Θεού: Ας μπορούσε τουλάχιστο να φέξη μια ώρα πιο αργά· να ξεχνιάση το Χάρο. Τι είναι που τρίζει; Κάτι κρότους ακούω. Ο κρότος μεγαλώνει. Με τρομάζει. Κατάλαβα τι είναι. Τίποτις δεν είναι. Του παπού η αναπνοή, στην κάμερη πλάγι, που κοιμάται. Βαριά, βαριά παίρνει την αναπνοή του. Δυσκολέβεται να την πάρη. Τι καρδιοχτύπια είναι τούτα; Τακούω ίσια με δω.
Και σαν έλεγε τίποτις που άρεζε του λαού και τον παινούσανε, σηκώνοντας αυτός το χέρι του αψηλά τους έκαμνε σημάδι να σωπάσουνε, θέλοντας να πη πως το Θεό να δοξάζουν κι όχι κείνονα. Θέματα έπαιρνε διάφορα για τους λόγους του.
Ως και στις χλωρασιές απάνω τάβλεπες τα πρόβατα κ' έβοσκαν αναπαμένα κι αυτά, σα να μην έτυχε τίποτις. Το τουφέκι ως τόσο πάντα στον ώμο.! Πού να ταφήση Κρητικός το τουφέκι, που με δαύτο γεννήθηκε και μεγάλωσε. Αν είνε πράμα που να τους συμπονάει άνθρωπος τώρα που βλέπουν οι δύστυχοι χαραυγή άσπρης μέρας, είνε που δε θα κρέμεται πια το Μαρτίνι κι ο Γκρας πίσω από τον ώμο τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν