Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Κι' έζεψε η Ήρα στο ζυγό τα γλήγορα άλογά της, για πόλεμο ανυπόμονη και για σφαγή κι' αντάρα. Στου Δία ως τόσο η Αθήνα το γονικό παλάτι χάμου αμολάει στο πάτωμα τ' αφράτο φόρεμά της, ξομπλιό σκουτί που κέντησε μονάχη μ' επιστήμη, 735 και στα τσαπράζα βάζοντας του Συγνεφοσυνάχτη, φορούσε τ' άρματα να βγει στη δακροδότρα μάχη.
Έβλεπαν και δε χόρταιναν πάνω από τα παράθυρα, με τα κεφάλια στα χοντρά σίδερα κολλημένα, όλοι του Ένα οι κατάδικοι απανωτά στοιβαγμένοι. Έτσι βουβοί κι αμίλητοι, άγριοι και χαλκοπρόσωποι, χαβνομερακωμένοι στου πόθου τον καημό τον πικρόχολο, ένας πάνω στον άλλον καβαλωτά διασκελωμένοι δεν έβγαναν μιλιά.
Για να μην πέφτουνε μικροί όμως οι Έπαρχοι που είταν κι αυτοί Κλαρίσσιμοι, πήραν τότες αυτοί τον τίτλο Ιλούστριοι και Σπεκτάμπιλοι . Ώστε άλλους τίτλους έχουμε στον καιρό του Κωσταντίνου, κι άλλους στον πέμτο αιώνα. Κλαρίσσιμος , που στου Κωσταντίνου την εποχή πήγαινε να πη ολόπρωτο αξίωμα, στον πέμτο αιώνα δεν πολυσήμαινε.
Είμεθα κ' εγώ και συ, καϋμένε, μαζή γραμμένοι ‘ς το πικρόν της συμφοράς βιβλίον! Δος μου το χέρι σου. Εγώ εσένα θα σε θάψω εις μνήμα θριαμβευτικόν... εις μνήμα; όχι! Φάρον! διότι αναπαύεται εδώ η Ιουλιέτα, κ' η ευμορφιά της χύνει φως στου τάφου ταις καμάραις! Εδώ 'ξαπλώσου, ω νεκρέ! ένας νεκρός σε θάπτει.
Μια 'μέρα καθρεφτίστηκα στου πόντου τη γαλήνη κ' είδα τα γένεια μ' ώμορφα κι ώμορφο τώνα μάτι κ' είδα κι αυτά τα δόντια μου, τα κάτασπρά μου δόντια να ξαπερνούν στη λάμψη των τα μάρμαρα της Πάρου. Κ' εγώ για να μη βασκαθώ, χωρίς στιγμή να χάσω, έφτυσ' αμέσως τρεις φορές στον εδικό μου κόρφο· γιατ' έτσι μ' έμαθε η γρηά Κοτυταρίς να κάνω.
Η νεροπεριχυμένη Λαμία χάνουνταν ανάμεσα σε τριφυλλοσπαρμένες ραχούλες και στου στενόμακρου απέραντου κάμπου την πρασινισμένη στρώση.
Όμως, αδρέφι, εσένα αφτά σου σύσταινε ο Μενοίτης 765 τότες που σ' έστελνε οχ τη Φτιά να πας στον Αγαμέμνο, κι' είμαστε μέσα εμείς, εγώ κι' ο θεϊκός Δυσσέας, κι' όλα καλά τ' ακούγαμε σα σ' τάλεγε στον πύργο. Τι ήρθαμε στου Πηλέα οι διο τ' αρχοντικό, ζητώντας στρατό μες στην πολύβοσκη να μάσουμε Αχαιΐδα. 770 Μέσα λοιπόν εκεί ήβραμε τον αρχηγό Μενοίτη, ήβραμε εσένα, κι' έστεκε σιμά σου ο Αχιλέας.
Ξανά άλλη ο Τέφκρος τίναξε οχ τη χορδή σαΐτα ίσια μπροστά στον Έχτορα, ζητώντας ναν τον σφάξει. 310 Μα αστόχησε κι' αφτό, γιατί τη στραβοπήγε ο Φοίβος, μόνε τον Αρχεπόλεμο χτυπάει, τον αντριωμένο του Έχτορα αλογοδηγό, ενώ στη μάχη ορμούσε. κι' ομπρόστηθα, εκεί στου βυζιού τα μέρη, τον καρφώνει· κι' όξω απ' τ' αμάξι κύλησε — πήραν και δρόμο πίσω τα γλήγορα άτια — κι' έμεινε νεκρός αφτού στον τόπο. 315
Πώς ψάρια, όταν τρανόκορμο τα κυνηγάει δερφίνι, σκορπούν και μες στου λιμανιού τρυπώνουν τους κρυψώνες κατάτρομα, τι χάφτει εφτύς όπιο τυχόν συλλάβει· το ίδιο κάτου απ' τους γκρεμούς στη ρεματιά κι' οι Τρώες 25 ζαρώνανε όλοι. Κι' όταν πια του μπούχτισαν τα χέρια βαρώντας, τότες διάλεξε νιους δώδεκα απ' το ρέμα για να πλερώσουν μ' αίμα τους το φόνο του Πατρόκλου.
Τα μάτια τους γιάλισαν φουσκωμένα στου πόθου τη λύσα· τα μαλλιά τους έφριξαν σαν της γάτας που ξάφνου βλέπει σκύλο νάρχεται καταπάνω της, και σ' όλων τα κατάχλωμα πρόσωπα ξωγραφήθηκε ο πόθος ο μανιακός της πιο ακόλαστης κι άγριας αγάπης. Λες και τους άναβε μέσα τους λάγνη μέθη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν