United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο άνδρας της ήλθε και μας έφερε δύο μεγάλα κομμάτια χλωρό τυρί, αλατισμένο. — Να, πάρε, τσούπα, για να φάτε αύριο, μου λέει. Το πουρνό, που θάχουμε σφαχτά στη σούβλα, περνάτ' απ' αυτού και σας φιλεύω καμμιά πλάτη. Εγώ έβγαλα κάτι πεντάραις που είχα, τα ρέστα από ένα σβάντσικο, που το είχα χαλάσει, και του είπα να κρατήση ό,τι θέλει για το τυρί.

Πιάνει λοιπόν από το λαιμό τους μαγείρους που του νεροβράζανε μούμιες τόσα χρόνια, και τους φωνάζει·Για όνομα του Θεού, φτάνουν οι μούμιες! Ψήστε μου κ' έν αρνί στη σούβλα να φάω! Δόστε μου τη θροφή που ζητάει ο πεινασμένος μου νους! Χύστε αίμα καθάριο στις στεγνωμένες μου φλέβες!

Κολοκύθια! απαντά ο Γιακούπ· θέλεις και τιμή και παρά, του λόγου σου; και τη σούβλα άκαη και το αρνί ψημένο; Όταν τα βρης μαζή, μου δίνεις είδησι. — Γεια σου μωρέ Γιακούπ! εσύ θα γείνης σπουδαίος άνθρωπος μια μέρα, φωνεί ένθους ο πρώην θρυαλλιδοπώλης.

Βρώμα και θειάφι και λαμπρό φως ετύφλωσαν ευθύς τα μάτια μου, έπνιξαν τον ανασασμό, έγδαραν τσιγκέλια τα στέρνα μου. Το αστραπόβολο έπεσε σούβλα πύρινη στο κατάστρωμα. Τετέλεσται! Η καταραμένη ευχή του Κάργα και με το παραπάνω ακούστηκε. Καλό πνίξιμο! Πάει τόρα η σκούνα, πάνε τα νυφιάτικα, πάει και ο καψογαμπρός στον πάτο.

Οι πιώτεροι που αλλαξοπιστήσανε στους σκοτεινούς μας καιρούς, τόκαμαν από φόβο να μη χάσουν το είναι τους, να μη ψηθούνε στη σούβλα! Άφησε τα παιδιά. Εκείνα δεν έφταιγαν, αν άρχιζαν τη ζωή τους φοβιτσιάρικα λαγουδάκια και την τελειόνανε Γενίτσαροι φοβεροί, έφταιγαν οι γονιοί τους, που δεν ήξεραν από ποιαν άκρη πιάνεται το σπαθί.

Αν μείνουμε σ' αυτόν εδώ τον τόπο, κινδυνεύουμε κάθε στιγμή να μας περάσουνε στη σούβλα. Αλλά πώς ν' αποφασίσω ν' αφήσω το μέρος του κόσμου, που η δεσποινίς Κυνεγόνδη κατοικεί; — Ας στρίψουμε προς τη Γαϋέννα, είπεν ο Κακαμπός· θα βρούμε κει Γάλλους, που γυρίζουνε όλο τον κόσμο: θα μπορέσουνε να μας βοηθήσουνε. Ο Θεός ίσως μας λυπηθή.

Ναι, διασκεδάστε, ερωτευτείτε. Γι’ αυτό είναι τα πανηγύρια και τα πανηγύρια περνάνε γρήγορα…… Καθισμένος στη σκιά του τοίχου άρχισε να φτιάχνει τη σούβλα. Οι γυναίκες γελούσανε γύρω του, ο Τζατσιντίνο όπως πάντα ήταν σιωπηλός και φαινόταν να προσέχει στον ήχο του ακορντεόν που γέμιζε με παράπονο και φωνές την αυλή.

Είνε χρονιές που περνάμε μια χαρά. Όση βροχή κι αν ρίχνη, ξαστεριά πάντα, μια χαρά. Είνε και χρονιές, σούπα, ο Θεός να γλύση. Αυτές οι δυο κουταλιές νερό, που λες, λίγο ακόμα να με κάμουν να φάω τη γυναίκα μου, εμένα... Η γυναίκα του, που γύριζε τη σούβλα, χαμογέλασε, μας κοίταξε κατάμματα, και κούνησε κι αυτή το κεφάλι της, σα νάλεγε: «ΝαιΕμείς γελάσαμε.

ΚΟΒΙΕΛ Ύστερ' από τόση περιποίησι και τόσες φροντίδες και τόσες δουλειές που της έκανα στην κουζίνα! ΚΛΕΟΝΤ Τόσα δάκρυα που έχυσα στα πόδια της! ΚΟΒΙΕΛ Τόσους κουβάδες νερό που έβγαλα από το πηγάδι για χάρι της! ΚΛΕΟΝΤ Τόση φλόγα που αισθάνθηκα γι' αυτήν, να την αγαπώ πειο πολύ από τον εαυτό μου! ΚΟΒΙΕΛ Τόση φλόγα που μ' έπαιρνε απ' τα μούτρα να γυρίζω τη σούβλα για να μην κουράζετ' εκείνη!

Αλλά κύριοι, δε θα θέλατε να φάτε τους φίλους σας. Νομίζετε, πως πρόκειται να περάσετε στη σούβλα ένα ιησουίτη κι' όμως είναι ο υπερασπιστής σας, ο εχθρός των εχθρών σας, που πρόκειται να ψήσετε. Εγώ έχω γεννηθή στον τόπο σας· ο κύριος, που βλέπετε, είναι ο αφέντης μου κι' όχι μονάχα δεν είναι ιησουίτης, μα έχει σκοτώσει προ ολίγου ένα ιησουίτη και του πήρε τα ρούχα. Να το λάθος σας.