Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Η παπαδιά έβραζε μέσα της. Τράβηξε το σκαμνί της και γύρισε απ' την άλλη μεριά. — Έγινε βαπόρι η παπαδιά, είπε ο παπάς στο ανηψίδι του. Μα κ' εγώ έκανα καπετάνιος. Ξέρω και κυβερνώ βαπόρια, τέτοια και μεγαλύτερα. Η παπαδιά δε σήκωνε από αστεία. Τινάχθηκε απάνω, πέταξε με ορμή το μαχαίρι και το μήλο που καθάριζε κ' έφυγε στην άλλη κάμαρη.

Κανέναν δεν έσφαξε, μήτε από τούρκικο λάθος. Να δης που είναι και της επιστήμης παιδί ο Χαφίσης. Σε πιάνει δοντόπονος. Τρέχεις στου Χαφίση και του το λες. Σε καθίζει σ' αυτό εκεί το σκαμνί, φέρνει τη μια και μοναχή του δοντάγρα, του δείχνεις το μέρος που σου πονεί, κι αρχινάει η δουλειά· δηλαδή την πιάνει από την αρχή τη δουλειά.

Όρθιος εφτύς σηκώθηκε ο γέροςσαν τον είδε645 οχ το λαμπρόφτιαστο σκαμνί, κι' απ' το δεξύ το χέρι τον πήρε και τον έμπασε και τούλεγε να κάτσει. Μα του Μενοίτη πάλι ο γιος δεν ήθελε και τούπε «Δεν κάθουμαι όχι, γέρο μου, δέν ώρα για καθήσι. Δύστροπος πάντα ο αρχηγός, και μ' έπεψε να μάθω πιος λαβωμένος είναι αφτός που φέρνεις· μα τον βλέπω 650 και τον κατέχω μόνος μου, το βασιλιά Μαχάο.

Την ώραν του γεύματος ένα ξύλινον σκαμνί τοποθετείται εις το κέντρον του δωματίου, ένας μέγας δίσκος τίθεται επ' αυτού, και εντός τούτου το κοινόν πιάτον το πλήρες φαγητού, από το οποίον τρώγει όλη ανεξαιρέτως η οικογένεια. Προ και μετά το γεύμα, ο υπηρέτης ή το νεαρώτερον μέλος της οικογενείας, χύνει ύδωρ υπέρ τας χείρας όλων.

Απ' τη στιγμή όμως πούκλεινε κανένας τα μάτια του, γινότανε δικός του· Έλεγες πως βαστούσε ανοιχτά δεφτέρια για κάθε μακαρίτη, κι' άμα τον έβλεπες σε παρέα, ήτανε σίγουρο πως μοίραζε κόλυβα. Εκεί που καθότανε ο Γιάννης ο Μακαρίτης, για ζωντανό κουβέντα δε στηνότανε ποτές κι' όποιος ήθελε να μάθη για τα πεθαμμένα του, ας έπαιρνε σκαμνί να κάτση. Λοιπόν! αυτό που σου λέω εγώ...

Ελάτε φίλοι, συμαζωχθήτε, Στο τοιμασμένο τούτο σκαμνί, Απλόστε χέρι και μην αργήτε, Στων τηγανίτων την ηδονή. Ω! τηγανίταις καλοφκιασμέναις, Ω τηγανίταις με το σωρό. Ζαχαρωμέναις και μελωμέναις, Και με σουσάμι τ' ασπροδερό. Ω! τηγανίταις, ω! νοστιμάδα. Ω! νοικοκύρης. ω!συνοδιά! Ω! ευχαρίστησι. ω! τι γλυκάδα. Ω! χαροκόπα, καλή βραδιά.

Και συγχρόνως ψάχνων εύρε το σκαμνί, εκάθισε πλησίον εις τους πόδας μου και είπε· το εσπέρας βέβαια, πολύ αργά, αφ' ου έφθασα από την Οινόην· διότι ο δούλος μου Σάτυρος μου έφυγε κρυφά· εν ώ λοιπόν είχα σκοπόν να σου είπω, ότι θα τον κυνηγήσω να τον εύρω, ήλθεν άλλο πράγμα εις τον νουν μου και ελησμόνησα τούτο.

Έτσι είπε η σεβαστή θεά και την πηγαίνει μέσα. Εκεί ασημόκαρφο θρονί της έδωκε να κάτσει, πλούμιο ώριο, πούχε και σκαμνί για τα ποδάρια κάτου. 390 Έπειτα πήγε κι' έκραξε τον Ήφαιστο και τούπε «Ήφαιστε, η Θέτη εδώ η θεά μάς ήρθε και σε θέλει

Εκύλησε στο δίσκο δυο τρεις γαζέτες, για μαγιά, και τον απίθωσε στο σκαμνί απάνω. Άρχισε μέσα νανακατώνη τις ξεβιδωμένες καρέκλες.

Και πήρε τότε ένα σκαμνί η χρυσωπή Αφροδίτη και πήγε και τ' απίθωσε καταντικρύ του Πάρη. 425 Εκεί τότε έκατσε η Λενιό, του Δία η θυγατέρα, με μάτια προς τη γης σκυφτά, και τάψαλε τ' αντρός της «Ξανάρθες απ' τον πόλεμο... που έτσι να σ' είχε σφάξει ατον πόλεμο ο παλικαράς π' άντρα μου εγώ τον είχα!

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν