United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκαμαν δώδεκα τρύπας εις το βαρέλι και καθένας εζήτει την υψηλοτέραν, νομίζων ότι θα ελάμβανεν ούτω και το περισσότερον ποσόν του οίνου. Ο Μάρτης που είνε ο εξυπνότερος μήνας και παίζει τους άλλους εις τα δάκτυλα, με όσην ευκολίαν το μικρό παιδί τα πεντόβόλα, ίστατο πλησίον ατάραχος, σιωπηλός, παρατηρών αυτούς με το ειρωνικόν του μειδίαμα.

Φυσικά η μαμά δεν μπορούσε ναντισταθή. Και ποτέ του δεν είτανε τόσο ευχαριστημένος ο Σβεν. Έγερνε κει το κεφάλι στο χέρι της μαμάς, έκλεινε πάλι τα μάτια κ' έμενε ήσυχος και σιωπηλός όσο που άρχιζε να ξαναβρίσκη τη δύναμη του. Τότε σηκωνότανε πάλι, πριν όμως σηκωθή, κοίταζε τη μαμά με τα παράξενα μάτια του: — Μην το πης του μπαμπά. — Δεν το λέω· μα γιατί; έλεγε η μαμά.

Αλλ' ο καθηγητής δεν είχε τους αυτούς λόγους ευχαριστήσεως και εβάδιζε σιωπηλός, μόλις προσέχων εις τας αστειότητας του φίλου του. εσκέπτετο τι θα είπη προς την νύμφην, και δεν το εύρισκε. — Α! ανέκραξεν αίφνης, διακόπτων τον Λιάκον. Πώς την λέγουν; — Ποίαν; — Την νύμφην. Χθες επροδόθην εις τον πατέρα της ότι δεν εγνώριζα το όνομά της. Να μη την πάθω και απόψε.

Ανήρ υψηλός, σκυθρωπός και σιωπηλός ήλθε και έστη ως φάντασμα πλησίον της Αϊμάς. Η νέα ετρόμαξε και αφήκε κραυγήν. — Θεέ μου! ποίος είσαι; Ο άνθρωπος εκείνος ανεγνώρισε την φωνήν ταύτην, και αποτείνας τον λόγον προς την νέαν τη είπε·Συ είσαι, η Αϊμά; — Ω Θεέ μου! εψιθύρισεν η κόρη. — Υπάγωμεν, Αϊμά, είπε παραδόξως ο άνθρωπος εκείνος. Τώρα αυτοί θα σκοτωθούν.

Ωραίος δεν είναι, ε; Κοίτα το Χριστό, λες και χαμογελάει, ενώ κυλούν τα δάκρια και το αίμα του…. Και πίσω, κοίτα…» Ο Έφις κοίταζε σιωπηλός, ακίνητος, με τα μελανά και στεγνά του χέρια γαντζωμένα στην άκρη από το χράμι που τον σκέπαζε και έμοιαζε να ξεπροβάλει, νεκρός ήδη, από τον άλλο κόσμο για ν’ ατενίσει, για μια τελευταία φορά, την ευτυχία της κυράς του.

Μόνον ο Τερερές ήτο σιωπηλός και κατηφής, όχι τόσον διά την ήτταν την οποίαν είχε πάθει, όσον διά μίαν άλλην ήτταν την οποίαν προέβλεπε.

Ανέκυψε την κεφαλήν, κατεβίβασε τους πόδας, και καθήμενος επί του καναπέ, με τας δύο χείρας στηριζομένας επί του τάπητος, με τα βλέμματα προσηλωμένα προς την θύραν και τα χείλη ημιανοικτά, έμενεν ακίνητος και σιωπηλός.

Μια φορά, την ώρα που κατέβαινε ανάμεσα από τις πέτρες, κοφτερές σαν μαχαίρια, έχοντας απέναντί της έναν ήλιο κρεμεζί καρφωμένο πάνω από τα βιολετιά βουνά του ΝτοργΚαλί, ένας κύριος την έφτασε, σιωπηλός, αγγίζοντάς τη στον ώμο. Ήταν ντυμένος στα χρώματα του ήλιου και των βουνών και στην όψη έμοιαζε με έναν γιό του ντον Τζάμε Πιντόρ που πέθανε νέος.

Αν η σιωπή βαστούσε παραπολύ, τότε έμπαινε μέσα σιγά σιγά κι αν πάλι η μητέρα δεν τον ήθελε, τότε γύριζε σιωπηλός και καθότανε με υπομονετική φυσιογνωμία, σα να ήξερε πως δεν έπρεπε να ταπαιτή όλα μεμιάς.

Εάν δε πάλιν είναι σιωπηλός ο δικαστής και δεν λέγη περισσότερα από τους αντιδίκους εις τας ανακρίσεις του, καθώς συμβαίνει εις τας διαιτησίας, δεν είναι δυνατόν να είναι ικανός εις την κρίσιν του δικαίου. Διά τούτο ούτε αν είναι πολλοί είναι εύκολον να δικάζουν, ούτε ολίγοι και κακοί.