United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μανώλης όμως ήτο σιωπηλός και μόνον με τον μικρόν του αδελφόν αντήλλαξεν ολίγας φράσεις.

Τα μεγαλείτερα και θορυβωδέστερα των παιδίων είχον αποσταλή εις την μάμμην των, η Μαριώ εσάρονε την αυλήν και συνήγεν από των φωλεών των ορνίθων της τα νωπά των ωά, ο δε Δημήτρης, καθήμενος προ της θύρας εκάπνιζε σιωπηλός αλλεπάλληλα σιγάρα κ' έξεεν επιμόνως διά της αριστεράς του χειρός τον αξύριστον αυτού πώγωνα.

Εκείθεν ανήλθον εις το Πετράλωνον και εις του Σταμέλου την Βρυσούλαν, και ανέβησαν δι' ανωφερούς οδού εις του Κανάκη την Βρύσιν, και διά της Κλινιάς κατήλθον εις του Χαιρημονά το ρέμμα, και έφθασαν εις την βόρειον ακτήν της νήσου, εφ' ύψους της οποίας, περίοπτος εκ του πελάγους, ακούων τους κτύπους του πλήττοντος τας ακτάς κύματος, σιωπηλός και διηγούμενος πέντε αιώνων σπαρακτικήν ιστορίαν μαρτυρίου και αίματος, εγείρεται πενιχρός αλλά σεμνός της Αποτομής του τιμίου Προδρόμου ο ιερός ναΐσκος.

Και ο Έφις ένιωθε να τον πλησιάζει ο θάνατος, σιγά σιγά, σαν ν’ ανέβαινε σιωπηλός το μονοπάτι συνοδευόμενος από μια ακολουθία περιπλανώμενων πνευμάτων, από τον ήχο του κόπανου κάτω στο ποτάμι των πάνας, από το ελαφρό φτερούγισμα των αθώων ψυχών που είχαν μεταβληθεί σε φύλλα, σε λουλούδια… Μια νύχτα βρισκόταν σε νάρκη μέσα στην καλύβα όταν ξύπνησε απότομα σαν να τον τράνταξε κάποιος.

Οι νεκροί ανασταίνονται, ο Χριστός που βρίσκεται πίσω από το κιτρινωπό παραπέτασμα του ιερού και δυο φορές το χρόνο μόνο τον δείχνουν στο λαό, κατεβαίνει από την κρυψώνα του και περπατάει. Κι Αυτός είναι αδύνατος, χλωμός, σιωπηλός.

Τι έγιναν εκείνα τα χρόνια, μαννούλα μου! — Τι έγιναν εκείνα μαθές, παιδάκι μου! . . . Και τότε ίστατο και την έβλεπε και αυτός σιωπηλός και ακίνητος. Την εκύτταζεν, ως εν απορία προς το αιώνιον πρόβλημα της ζωής, το οποίον ιδού ανωρθούτο ενώπιόν του μαύρον, ως φάντασμα, ως ο σκελετός εκείνος με το δρέπανον . . . — Διατί να γηράσκωμεν! και διατί να αποθνήσκωμεν!

Ο Έφις έτρεξε κάτω∙ νόμιζε ότι πετούσε. «Είσαι εσύ! Είσαι εσύ; Με τρόμαξες.» Ο Τζατσίντο έφερε στο πλάι του το ποδήλατο και τον ακολούθησε σιωπηλός. Για άλλη μια φορά όμως, μόλις φτάσανε μπροστά στην καλύβα, έπεσε καταγής αναστενάζοντας. «Έφις, Έφις, δεν αντέχω άλλο…. Τι έκανες! Τι έκανες!» «Τι έκανα;» «Ούτε εγώ ξέρω καλά καλά. Ήρθε η υπηρέτρια του θείου Πιέτρο και έφερε ένα καλάθι.

Ο σπιτονοικοκύρης κατάλαβε ότι η παρουσία του ενοχλούσε και βγήκε έξω σιωπηλός, παρόλο που ο Τζατσίντο διαμαρτυρόταν και του φώναζε να γυρίσει πίσω. «Άσ’ τον», είπε ο Έφις. «Αυτό που έχω να σου πω δεν πρέπει να το μάθει κανείςΚαι όμως, όταν έμειναν μόνοι, ένοιωσαν και οι δυο αμηχανία. Το φως έμοιαζε να στέκει εμπόδιο ανάμεσά τους.

Ο Ηλίας, σιωπηλός τώρα, έσκυψε και περίμενε ένα λόγο από τον Αγά. — Παιδί μου, του λέει ο Αγάς, συλλογίσου το πάλι. Συλλογίσου τη μάννα σου, &την κατάρα της μάννας σου&. Τι καλό θα δης ύστερ' από τέτοια κατάρα! Στάχτη θα σε κάμη, και σένα και μας. — Χίλιες κατάρες δεν πιάνουν μπρος στου Προφήτη τη χάρη. Ο Προφήτης το θέλει, το προστάζει, δικός σου να γείνω. Εκείνος είναι που το γκρέμησε το γατί.

Εκάθητο εκεί γαλήνιος, σιωπηλός, αναμετρών το κομβολόγι του ως ηγούμενος Αγιορείτης. — Ο φόρος του ελαιοκάρπου 15 χιλιάδες, επανέλαβεν η φωνή του κήρυκος έξωθεν. — Και πεντακόσιες ακόμα! Ηκούσθη τότε ο κυρ-Δημάκης, ακίνητος, ατάραχος ως δεμένη αμνάς. Ο όγκος της μηλωτής ανεσάλευσε. Χειρ εξήλθεν από τινος πτυχής, χειρ ωχρά και ασθενής. Συνέλαβε την πένναν η χειρ και εσημείωσε το ποσόν.