Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Μα και κοσμικά πανηγυρίσματα έγιναν πάμπολλα, και μάλιστα ιπποδρομικοί αγώνες. Κι απάνω στους αγώνες αυτούς ξεκίνησε συνοδία στρατιώτες φορεμένοι μακρινές χλαμύδες και κρατώντας λευκές λαμπάδες, κ' έφεραν τον αδριάντα του Κωσταντίνου στο Ιπποδρόμιο. Γονάτισε τότες ο λαός και τον προσκύνησε τον αδριάντα. Αυτό είναι το καλλιτέχνημα που στήθηκε κατόπι απάνω στην πορφυρόλιθη την κολώνα.
Του Κρούμου το ποτήρι και του Σαράφωφ οι μαχαιριές πρέπουν καλήτερ' από τούτο στη σοφία σας... Ελάτε, παιδιά· είπε γυρίζοντας στους σκαφτιάδες· στο νώμο και σπίτι· δε θέλουμε άλλο ηύρεμα σήμερα· μας φτάνει η Δόξα ... Τράβηξε μπροστά με το κεφάλι ολόρθο· ακατάδεχτος πια στη γη και στους κατοίκους της. Τον ακλούθησε ο Κουτρουμπής κι ο Μπαλαούρας συζητώντας, ακόμη για τόνομα του αγαλμάτου.
Μα δεν την παραιτά καθόλου τη θέσι του· δεν αφίνει στιγμή από τα μάτια τον ζωντανόν καθρέφτη του. Τέλος σηκώνει εκείνος τα μάτια, τον καλοκυτάζει μια στιγμή και λέγει με φωνή αδιάφορη: — Ναι... Αρχάγγελος. Εχάθηκε στο τάδε μέρος της Ρούμελης· εκόπηκε στα δυο· Η πρύμη του ερρίχθηκε στους βράχους με δυο παιδιά μέσα... Τα παιδιά είνε ζωντανά. Ζωντανά!
Έτσι, ο μεγαλοκτηματίας ευγενής, ξάδελφος των αδελφάδων Πιντόρ βλέπει αφ’ υψηλού τους πάντες και απευθύνεται με τρόπο περιφρονητικό και σχεδόν υβριστικό στους κοινωνικά κατωτέρους του.
Όλοι με τα μαλλιά μακριά, λυγδιάρικα και αξάγκλεγα, που εκρέμαγαν κ' εσκέπαζαν τα μάτια τους μπροστά κι άφξαιναν τη φριχτή τους όψη· και όλοι με ένα σβυσμένο ανάβλεμμα υγρό, που εχώνεβε σε αφάνταστην αγριότη. Έπαιρναν τις παλιοκασέλες πίσω τους, κ' εσήκωναν μπόγους τα ξεφτισμένα βρώμικα παλιοκούρελα πάνω στους ώμους τους, που τα μεταχειρίζονταν στρώματα ή παπλώματα.
Κι' ο Ρένας μονολόγησε: — Κανένας δε μπορεί τώρα να με γονατίσει.,,, Αχ και αν γέμιζεν η πλάση από καθαρά σώματα έφηβων και παρθένων που γυμνοί θα χορεύουνε την αιώνια νεότητα! Η άχνα του νερού σχημάτιζε στους τοίχους ζωγραφιές και κατακαθότανε στους φεγγίτες σε σταγόνες και κρύσταλλα. Μένανε κει για κάμποσο τυπωμένες. Τα δάχτυλα του Ρένα αγγίζανε τις ζωγραφιές.,,,,,
Η γριά, γυρίζοντας από τ' ανηλιακό αγκουσεμένη, έλεγε μοναχή της: — Να καλοδεχτώ και να καλοδεχτώ μου λέει πάντα ο κόσμος, κι' ο γυιόκας μ' δεν ηύρε ακόμα δρόμο νάρθη! Κάθησε πάλι σιμά στη γωνιά γονατιστή και ξακολούθησε να κουβεντιάζη μονάχη της: — Μωρέ δε με μέλλ' γι' άλλο, παρά μην τα κλείσω και μείνη αυτό το άτυχο στους πέντε δρόμ'ς!
Τούτες η χρυσές Ελλάδες, που φεύγουν σήμερα γύρω απ' το τραίνο, θάρχωνται στης νύχτες της ξενητειάς σου... Τούτα τα λουλούδια των χωραφιών θα φυτρώνουν στους γκρεμούς της απελπισίας σου, στην άβυσσο της ανίας σου — για να τα τρυγάς κάτω από βροχή κι' ομίχλη... Γνωρίζεις, ψυχή μου, αυτόν τον ήχο ; Η καμπάνα σε ρωτάει για πού ξεκίνησες. Η καμπάνα σε ρωτάει πώς λησμόνησες τον Κύριον Ημών...
Δύο άλλοι του βαράνε στους ώμους βουρδουλιές, χωρίς ο Άγιος να φαίνεται πως της αισθάνεται. Πίσω του, για να φυλάγουν μη τον αρπάξουν τυχόν οι Χριστιανοί, είνε συμπυκνωμένοι οι στρατιώτες. Έρχεται και κάθεται 'πάνω σ' ένα θρονί, κατά το προσκήνιο, ο Έπαρχος. Μπροστά του σταματά ο Εκατόνταρχος και κουβεντιάζουν.
Τα λιθοσώρια οπ' άσπριζαν ολονυχτής στο βουνό απάνου, λαμποκοπούσαν τώρα στο περιαύλι της εκκλησιάς· και γύρα τους ολόρθος ο κόσμος του χωριού, ξεφορτωμένος και κατακόκκινος και χαριτωμένος κι ώμορφος και λαμπρός, εδέχονταν με χαρές και με παινετικά λόγια τους αντρειωμένους, οπού στερνοί στερνοί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους των ώμους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαριοκομμένους βράχους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν