United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιος; Ποιος την έρριξεν; έκραξεν ο Μάχτος περιβλέπων απειλητικώς. — Κανένα παιδί του δρόμου, είπεν ο ξένος, την έρριξε κ' έφυγε. — Α, αδελφή μου, είπεν ο Μάχτος, και υπό τον οίκτον ον εξέφραζεν η λέξις αύτη διέλαμπεν είδος τι χαράς. — Είνε αδελφή σου; είπεν ο ξένος. Αδελφή μου, απήντησεν ο Μάχτος. Σηκώσου, Αϊμά, να πάμε στο σπίτι. Σου πονεί πολύ;

Το πείσμα μούδωκε το θάρρος να πω το δίστιχο, μισό τραγούδι μισό απαγγελία. Αλλά και το Βαγγελιό ήρθε στη βοήθειά μου· και με τη γλυκειά της φωνή τραγούδησε για μένα: Θαρρείς πως είμ' εγώ μικιό πως δεν πονεί η καρδιά μου; Σαν του μεγάλου καίουνται μέσα τα σωθικά μου. Κιόταν πιασμένη στο χορό πέρασε κοντά μου, έσκυψε μια στιγμή και με φίλησε.

Έλα εδώ, αγόρι μου. — Εκρύωσες, παιδί μου; Κ' εγώ κρυώνω. Τ' άχυρο πού είναι; Δείξε μας το. Είναι παράξενη πολύ η τέχνη της Ανάγκης· τα τιποτένια πράγματα πολύτιμα τα κάμνει. Πού είναι η καλύβα σου; Πτωχέ τρελλέ μου, έλα. Έχω μιαν κώχηντην καρδιά, που σε πονεί, τρελλέ μου!

ΠΡΟΣΠ. Όχι·όσο για σε, κακή ψυχή, που αν σ' έλεγα αδελφόν, θα εμόλυνα τα χείλη μου, σου συγχωρώ την πλέον αισχρή από τες αδικίες σου, — σου τα συγχωρώ όλα· και απαιτώ από σε το θρόνο μου, που στανικώς, το ξέρω, πρέπει να μου ξαναδώσης. ΠΡΟΣΠ. Πόσο μου πονεί, Κύριε! ΑΛΟΝΖ. Αγιάτρευτος είναι ο πόνος, και η υπομονή δα ωμολόγησε ότι τα μέσα της δεν ωφελούν.

Δεν θ’ άξιζε καράβι ή κάστρο έρημον απ’ ανθρώπινη ζωή που μένει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πολύ γνωστοί μου οι πόθοι σας, δυστυχή τέκνα. Ξέρω και τι σας έφερεν ενώπιόν μου. Ξέρω η αρρώστια όληνε δέρνει την πόλιν, μα σαν εμέναν’ άρρωστος κανείς δεν είναι. Εσείς μονάχα θλίβεσθε για τον εαυτό σας. Μα για την πόλιν και για μένα και για σένα πονεί, ραγίζεται η ψυχή του βασιλέως.

ΙΑΤ. Οκεμπέλα ποιος είν' άρρωστος εδώ μέσ' την αστυνομία. ΓΑΡ. Ο Μανολιός ντετόρο μου. ΙΑΤ. Ευθύς φλεβοτομίγια. ΣΚΗΝΗ ς'. Ιατρός, η Κανέλλα, ο Κρης και η Γαρούφω. ΙΑΤ. Και ποίος είναι ο άρρωστος; κουράγιο.. έχεις ζάλη; ΚΡΗΣ. Έχω μαθές και με πονεί. ΚΡΗΣ. Πονεί δεδίμ κ' η χέρα μου. ΙΑΤ. Πονεί σου το κεφάλι; ΚΡΗΣ. Πονεί με δα κατέχ' ο θιος.

Όλ' αυτά τα ήξευρ' από πρώτα. Αλλά διά τον γάμον μας ειπέ μου, τι σου είπε. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Η κεφαλή μου πώς πονεί! Φοβούμαι να μη σπάση. Ωχ! πώς πονεί κ' η ράχη μου! η ράχη μου — η ράχη! Μ' επρόκοψες που μ' έστειλες να τρέχω τόσον δρόμον, κ' επάνω κάτω να γυρνώ, του θανατά να γείνω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πολύ λυπούμαι να πονής, καλή μου παραμάνα· καλή, — καλή μου, λέγε μου, τι είπεν ο Ρωμαίος;

Επομένως οι τοιούτοι ούτε συγχαίρουν ούτε συλλυπούνται τον εαυτόν των. Διότι η ψυχή των ευρίσκεται εις διχόνοιαν, και το έν μέρος αυτής πονεί ένεκα της κακίας διότι απέχει από μερικά, το δε άλλο ευχαριστείται, και το έν μεν τον σύρει εδώ, το δε άλλο εκεί, ωσάν να θέλουν να τον σχίσουν εις δύο.

Και η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνην αποκρίθη• «Αχ! Ευρυνόμη, αν και για μέ πονεί σε, μη μου λέγης να λούσω εγώ το σώμα μου, την όψι μου να χρίσω• οι ολυμποκάτοικοι θεοί τα κάλλη μου αφανίσαν. 180 απ' ότ' εκείνος έφυγε μέσατα κοίλα πλοία. της Αυτονόης τώρα ειπέ και της Ιπποδαμείας, να 'λθουνεμέ, 'ς το μέγαρο σιμά μου να ταις έχω• ότι να υπάγω εντρέπομαιτους άνδραις μέσα μόνη».

Η ηθική δεν είνε επάγγελμα, και όστις ως επάγγελμα θέλει να την μετέλθη, πλανάται οικτρώς και γίνεται γελοίος. Όστις πράγματι φιλοσοφεί, και αληθώς πονεί τον τόπον του, και έχει την ηθικήν όχι εις την άκραν της γλώσσης ή εις την ακωκήν της γραφίδος, αλλ' εις τα ενδόμυχα αυτά της ψυχής, βλέπει πολύ καλά ότι είνε αδύνατον να πολιτευθή. — Κυάμων απέχεσθε.