United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα κι' ήρθε ο παπάς, και κάθησε στην κορφή της στιας, κι' αφού τράβησε μια γερή ρακή με το παγούρι, κι' έπιε και τον καφέ, που του είχεν έτοιμο η γριά, και κύκλωσαν όλοι το καταφορτωμένο το τραπέζι από χριστουγεννιάτικα φαγητά, έβαλε το βλογητό: « Χριστέ ο Θεός ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν. » αλλά πριν τελειώση το βλογητό του, «μπουμ» ακούστηκε μια ντουφεκιά στην εξώθυρα. «Μπουμκι' άλλη μια.

Ποιόν ορμηνεύω εγώ; Έτσι λεν του παπά;... Η Μαριανθούλα χαμήλωσε τα μεγάλα και μαύρα της μάτια από την εντροπή της κι' ο παπάς, για να της κάνη την καρδιά, είπε στη γριά: — Το μάτι είναι κακό. Έχει κακή έλξη. Κάνει κανείς μ' αυτό το κακό, χωρίς να το καταλαβαίνη και χωρίς να το θέλη.

Ιωάννην τον Πρόδρομον, πώς εκάλεσε και αυτόν, τον κυρ-Κωνσταντόν, να υπάγη να τον βοηθήση, πώς ο παπάς ευρίσκεται από τη πρωίας, οπίσω, εις τον Άγ. Ιωάννην διά να μη γελάση τον παπάν, επειδή είχε δοσμένον τον λόγον του, να υπάγη να τον βοηθήση.

— Ε! τα καημένα ξανάειπε ο παπάς, τι ώμορφα και τι μεγάλα και πρόθυμα που είναι! — Φτύσ' τα, παπά μ', του είπε η Μαριανθούλα, για να μη μας τα φας με το μάτι... — Φτου! Φτου! να μη μας βασκαθούν! Έφτυσε κι' είπε ο παπάς, αλλά της γριάς της κακοφάνηκε, που του είπε έτσι η Μαριανθούλα, και της είπε χαμηλά, για να μη τ' ακούση εκείνος: — Αχ! στρίγλα! Αχ! γουρούνα!

Τρεις ημέρας ύστερον, την Τρίτην το μεσημέρι, η συντέκνισσα κατήλθε πάλιν με πρόσωπον κατηφές. Το παιδίον είχεν αποθάνει. — Όπως πης η αγιωσύνη σου, είπε . . . να το βάλωμεάγιο χώμα; — Είναι στον Παράδεισο πρύμα, όπου και αν το βάλουμε, είπεν ο παπάς. — Με τα τσαρουχάκια του; συνεπλήρωσε την παροιμιώδη έκφρασιν η παπαδιά.

Ύστερα θυμήθηκε μια μέρα, ανήμερα των Ταξιαρχώνστην Αθήνα. Ο παπάς γιόρταζε και είχανε τραπέζι το βράδυ. Δεν ήτανε πια κοπέλλα, ούτε νέα καλάκαλά. Είχε πατήσει τα τριάντα. Αφού φάγανε και ήπιανε, αρχίσανε την ψαλτική, τα τροπάρια. Άλλο τραγούδι δεν ήθελε ο παπάς στο σπίτι.. Πότε περάσανε τριάντα χρόνια!

Τον περίμενε ώρα την ώρα, τα σουρουπώματα και το μεσημέρι και το δειλινό και τη νύχτ' ακόμα, στα βαθειά μεσάνυχτα. Μήπως δε λέη το τροπάρι: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός;» Ο ξάδερφός της ο παπάς, στην Αθήνα, της το είχε ξηγήσει κάποτε. Νυμφίος είνε ο γαμπρός. Ο νυμφίος της Εκκλησίας είνε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.

Πολλαί προ αυτής γυναίκες εζώσθησαν το ξίφος ή έθεσαν στέμμα επί της κεφαλής· αλλά τι είναι ευμάραντοι πολεμικαί δάφναι ή πρόσκαιρος επί γης βασιλεία, παραβαλλόμεναι προς την Παπικήν εξουσίαν, την θείω δικαιώματι άρχουσαν ψυχών και σωμάτων και υποτελή έχουσαν την Οικουμένην, τον Παράδεισον και τον Άδην; Τις δε θέλει τολμήσει να παραβάλλη την Σεμίραμιν, την Μοργάνην, την Αδρηλιανήν Παρθένον ή άλλην οιανδήποτε ηρωίνην προς την ημετέραν Ιωάνναν; Αλλ' ουδ' ημείς έχομεν πρόχειρον όρον συγκρίσεως• καθότι οσάκις άνθρωπος υπερέχει τους ομοίους του καθ' οιονδήποτε προτέρημα, μόνον προς ζώον δύναται τότε να παραβληθή, προς βουν, αν υπήρξε μεγάλος βασιλεύς, προς όνον, αν ήτο ανδρείος , προς αλώπεκα, αν διεκρίθη ως διπλωμάτης, αλλ' αγνοώ προς ποίον ζώον, αν κατώρθωσε να γείνη Πάπας.

Ο εκκλησιάρης πήρε το φανάρι και τράβηξε μπροστά. Πίσω ο παπάς. Όταν φθάσανε στο σπίτι, ο γέρος ψυχομαχούσε. Πνιγμένες φωνές και κλάματα πετούσαν ολόγυρά του. Ο Παπα-Παρθένης εζύγωσε με φόβο. Το δισκοπότηρο έτρεμε στα χέρια του· μια στιγμή φοβήθηκε να μη το χύση. Αλλοίμονό του. Ο γέρος ήτανε πεσμένος σε βύθος, ανάσαινε βαρειά, ένα ρουχαλητό πνιγμένο γέμιζε την κάμαρη.

Όταν ήτο πλησίον του παπά της, ελάμβανε θάρρος, η καρδία της εζεσταίνετο, και δεν εφοβείτο τους κινδύνους. Εάν τυχόν ανεχώρει ο παπάς, χωρίς αυτής, να υπάγη εις το Κάστρον, η καρδούλα της θα έτρεμεν ως το πουλάκι το κυνηγημένον. Αλλ' εάν την έπαιρνε μαζί του, θα ήτο ησυχωτάτη.