Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Οι τσιούπρες όμως δεν έπαβαν τα γέλοια, ως που ανέβηκε τη σκάλα στα σωστά ο παπάς, και μπήκε στο δωμάτιο, κι' έτσι θέλοντας και μη, αναγκάστηκαν να λουφάξουν, και να παν να του φιλήσουν το χέρι, μιμώντας τη γριά, που πρώτη-πρώτη έτρεξε να του το φιλήση.

Η παπαδιά δεν τον πολυχώνευε κι' όταν τον άκουγε νανεβαίνη τις σκάλες, μουρμούριζε πάντα, μπροστά του και πίσω του. Δεν της άρεσαν πολύ αυτά τα ξενύχτια του παπά. — Ξέρεις τι άνθρωπος είν' αυτός; της έλεγε ο παπάς. Αγιορείτης, άγιος άνθρωπος. Είκοσι χρόνια πάνε, που τον γνώρισα στη μονή του Βατοπεδίου, σαν πέρασα αποκεί με το μπάρκο. Του Θεού άνθρωπος.

Κάμποσες μέρες γυρίζαμε τα βουνά και τους ξεπαστρέβαμε όσους βγήκαν από το δρόμο τους να γλυτώσουν. Ως χίλιοι τους πρέπει να πήγανε τότες. Καλά και κάνεις το σταυρό σου, κερά μου. Για το τιμημένο το σώμα και το αίμα του Χριστού πολεμούσαμε τότες, κι ο παπάς με τη σημαία μπροστά μπροστά. Σίδερο η καρδιά μας, σίδερο και τα κορμιά μας. Χάδεμα δε δεχούμαστε από τις γυναίκες μας τις μέρες εκείνες.

Ο μικρός ο Λεωνίδας, πούχε ακούσει τα μισά της λόγια, γύρισε και κύτταξε τον πατέρα του. — Δε μου λες, πατέρα, τρελλάθηκε η θειά η Ταρσίτσα; Ο παπάς κούνησε το κεφάλι του: — Ή τώρα τρελλάθηκε, παιδί μου, ή τώρα βρήκε τα λογικά της. «Άδηλα και κρύφια» τα μέσα του ανθρώπου... «Μ' έφαε το σκυλί

Αλλ' ο μπάρμπα-Στεφανής, μόλις ήκουσε την ερώτησιν του ιερέως, και χωρίς να σκεφθή πλέον του δευτερολέπτου, με την χονδρήν, ταχείαν, κ' εμπερδεμμένην προφοράν του ανέκραξε·Μπράβο! μπράβο! ακούς! ακούς! Στο Κάστρο; μετά χαράς! όρεξι νάχης, όρεξι νάχης, παπά! — Να, άνθρωπος! είπεν ο παπάς. Έτσι σε θέλω, Στεφανή! Τι λες, είνε κίνδυνος;

Ο παπάς έρριψε κάτω την μίαν άκραν του στακτερού ζωστικού του κ' εφόρεσεν άνωθεν αυτού το μαύρον ράσον του. Εισήλθον όλοι εις τον ναόν κ' επροσκύνησαν.

Βρήκε και την ώρα πούλειπε ο παπάς στον εσπερινό. Η παπαδιά, όπως είπαμε, ήτανε ένα με το κορίτσι και τον γουστάριζε μαθές για γαμπρό. Σαν τον είδανε ξαφνιστήκανε. «Με το καλό, πώς έτσι ξαφνικάτου λέει η παπαδιά. Αυτόνε τονέ πήρανε τα κλάματα. «Θα την αφήσω τη θάλασσα, λέει, δε βαστάω πια.

Το βάπτισμα ήτο κανονικώτατον, αφού τα δυο ονόματα παρουσίαζαν ελαχίστην διαφοράν. Αγλαΐα και Αχλαδία το ίδιο ήτο. Έτσι και η Παναγία ωνομάζετο πότε Μαριάμ και πότε Μαρία και ο Μωυσής ελέγετο και Μωσής. Και θριαμβεύων ο παπάς ανεφώνησε: — Δες μας λες πως κη ΠαναγίαΘε μου, συχώρεσέ μουκι ο Μωυσής ήσανε κακοβαφτισμένοι, για να φανής σωστός φαρμασώνης;

Προσκυνούσαν η μπροσθιναίς, προσκυνούσαν και η 'πισιναίς. Έσκυφταν η μπροσθιναίς, έσκυφταν και η 'πισιναίς. Η κυρά-Μανωλάκαινα εκ της ιεράς λειτουργίας ήξευρε μόνον πότε λιβανίζει ο παπάς και πότε βγαγγελίζει. Το λιβάνισμα ησθάνετο εκ του ζωηρού κωδωνίσματος του θυμιατηρίου, το βγαγγέλισμα ήκουεν εκ της γινομένης ησυχίας και απολύτου σιωπής.

Ο Έφις τις αναγνώριζε όλες αυτές τις φιγούρες, τις άκουγε που μιλούσαν, καταλάβαινε ότι ήταν ζωντανές και πραγματικές∙ και όμως είχε την εντύπωση ότι ονειρευόταν : ήταν φιγούρες του ονείρου της ζωής. Ήταν ο παπάς, ήταν ο Μιλέζος, ήταν ο Τσουαναντόνι, ήταν οι υπηρέτριες του ντον Πρέντου και ο ίδιος ο ντον Πρέντου και η Νοέμι.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν