Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Τι να κάμη να τους οικονομήση κι ο βλογημένος ο Παπάς. — Ε, βλογημένοι μου, τους λέει· σα δε μπορείτε να συφωνήστε, ή το 'να, ή τ' άλλο, ή να βρέξη, ή να μη βρέξη να ταφήσουμε, λέγω γω, στου Μεγαλοδύναμου το θέλημα. Ό,τι θέλει, ας κάμη, δόξα νάχη! Θέλει ας βρέξη, θέλει ας μη βρέξη!.. — Τι βραδιά κ' εκείνη, τι βραδιά! Την καρδιά μου σπάραξε!
Σαν είπε το «Δι' αυκών» ο παπάς, πάλι άρχισε να ψαίλνη αγιασμό, μέσα 'σε μια λεκάνη μεγάλη, σαν κολυμβήθρα, φυσικά φτιασμένη στο βράχο, θεόχτιστη, ως φαίνεται. Σαν άρχισε ο αγιασμός, η γυναίκες εψιθύριζαν η μια με την άλλη· — Η Περιστέρα... τώρα θα φανή! — Τώρα θα κατεβή η Περιστέρα! — Να, τώρα... τώρα θα βγη η Περιστέρα.
— «Τσιτ! τσιτ!» καταραμένες! — φώναξε ο παπάς για να τες διώξη, η γριά όμως, που σ' άλλη περίσταση θα είταν ικανή να τες σκοτώση, δε θύμωσε καθόλου, αλλά είπε: — Άφς τες, παπά μ'! Ζώα είναι. Έχ'ν κι' αυτές δίκιο σήμερα να κάν'ν πασκαλιά. Κάθησαν τότε γύρα στο τραπέζι, ο παπάς ξαναβλόγησε κι' άρχισαν να τρώνε. Μόνον η γριά με τη Μαριανθούλα δεν έτρωγαν μ' όρεξη. Η χαρά τους την είχε κόψει.
Όμως θα φτάση μια μέρα εκεί που του τώταξε η Μοίρα. Και κείνοι που τον απαντέχουν δεν πρέπει ναπελπίζωνται, δεν πρέπει να τον λησμονάνε, μόνο μέρα και νύχτα να ζούνε με την ελπίδα του και την απαντοχή του. Έτσι το θέλει ο Θεός. Το τροπάρι είχε και άλλα παρακάτω. «Και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα, ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα». Ο παπάς τα είχε ξηγήσει και τα λόγια τούτα.
Τούρχεται μια σοφή ιδέα: Δουλεφτής να είμαι, δεν είμαι· νοικοκύρης να είμαι, δεν είμαι· άμαθος καθώς είμαι στη δουλιά, — τεμπέλης νάλεγε, δεν τόλεγε· είχε μεγάλη ιδέα για λόγου του· — τι να κάμω; τι να κάμω; Παπάς να γίνω! Παπάς να γίνη, καλό τόβρισκε. Μα έπρεπε να βρη και τον τρόπο.
Ο ζευγολάτης 'ςτ' όργωμα, 'ςτό σάλαγο ο αγωγιάτης, Ο άρχοντας 'ςτό παλάτι του, 'ςτά πέλαγά του ο ναύτης, 'Στά άγια μυστήριά του ο παπάς, μέσ' 'ςτό γλυκό της ύπνο Η ελληνοπούλα η ώμορφη και μέσ' 'ςτά παραμύθια Και 'ςτά τραγούδια πώλεγε ο πατέρας 'ςτά παιδιά του. Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.
Άμα μπήκε μέσα ο παπάς, τρέμοντας με την κοινωνιά στα χέρια, η άρρωστη ήρθε στα λογικά της, σήκωσε τα μάτια της, έκανε το σταυρό της κι' είπε: — «Σχωράτε με κι' ο Θεός σχωρέσ' σας»! Άνοιξε το στόμα της και δέχτηκε από τη λαβίδα τη μεταλαβιά με μεγάλη ευχαρίστηση και με μεγάλον αναγαλλιασμό.
Αλλ' ο παπάς, ένας καλός και με θάρρος χριστιανός, του υποσχέθηκε κάτι περισσότερο· τη μεσολάβησή του: — Θα πάω 'γώ να τόνε δω· κιο Θεός να δώση να τόνε βρω στσι καλές του. Μάνεν τόνε βρω στα δαιμόνια του, και για σένα δε θα κάμω πράμμα κεμένα μπορεί να μου δώση κιαμιά μπιστολιά. Η γιαλήθεια είνε πως όντεν έρχεται στο χωριό δε μου αγριγιομιλεί.
— Δεν είσαι άξιος να το φας, είπεν ο άλλος: Φεύγα, κατεργάρη, άθλιε μη με λερώνης με την παρουσία σου. Η γυναίκα του ρήτορα είχε βγάλει το κεφάλι της στο παράθυρο και βλέποντας έναν άνθρωπο, που αμφέβαλλε πως ο Πάπας είναι ο Αντίχριστος, τούρριξε στο κεφάλι ένα τσουκάλι γεμάτο. . . . Ω! ουρανοί! Σε τι σημείο φτάνει ο θρησκευτικός ζήλος των γυναικών!
— Αυτά είνε τα σωστά, παπαδιά, είπε ο Παπα-Παρθένης. Σα θέλομε να γελούμε τον εαυτό μας αλλάζει το πράμα. Η παπαδιά δεν πολυχώνευε αυτές τις κουβέντες. Εκείνο που την έσκαζε ήτανε πώς ο παπάς με τον κόσμο όλα τάβρισκε μέλι-γάλα, μονάχα στο σπίτι του έφερνε τον κατακλυσμό. — Σαν είνε σωστά, του είπε με θυμό, να τα λες στους Χριστιανούς. Να τους ανοίξης τα μάτια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν