Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Τον κύτταζαν με θαυμασμό και κάποτε, όταν ήτανε νύκτα ή σκοτεινιά, με φόβο. Και δεν ήτανε μονάχα οι ανθρώποι. Τα σκυλιά τον έπαιρναν από πίσω και τον γαυγίζανε σα λυσσασμένα. Δεν κοτούσε να περάση από γειτονιά, από δρόμο ή από στάνη. Μόλις τον απείκαζαν τα σκυλιά, μικρά, μεγάλα, χυμούσανε να τον φάνε.

Ο Μανώλης και οι άλλοι νέοι τους κατεδίωξαν μέχρι της Τουρκικής συνοικίας, όπου και άλλοι Τούρκοι προστρέξαντες εις βοήθειάν των, έπαθαν τα αυτά και χειρότερα, διά να μάθουν ότι ο γιανιτσαρισμός είχε περάση ... .

Έπειτα όταν περάση ο καιρός της πομπής, αμέσως έκαστος αποβάλλει το πομπευτικόν ένδυμα και το σχήμα, γίνεται όπως ήτο πριν και ουδόλως διαφέρει των άλλων.

Σήμερα έχουν μόνον ενενήντα». Ο άνθρωπος με είδε τόσο χλωμό πού μ' ελυπήθηκε και μ' επήρε εις το πλαγινό καφφενείο να πιω ένα ρακί. Εκεί μέσα σύχισι και βοή πολλή. Άλλοι έλεγαν πως είνε πανικός και πως θα περάση, και άλλοι πως οι σιδερόδρομοι και τ' άλλα χαρτιά του Γούστα δεν αξίζουν τίποτε και θα καταντήσουν γρήγορα εις το τίποτις.

Μην τα ξεσυνερίζεσαι τα λόγια της, κουμπάρε, διεμαρτύρετο λέγων ο σύζυγος. — Το δικό μου θα περάση, το δικό μου! επέμενε πάλιν η συμβία. — Και τι; θα με κουμαντάρης εσύ; έκραζεν απειλητικώς ο Σπληνογιάννης. — Σας παρακαλώ . . . ησυχάσατε τώρα, παρενέβαλλε διά της μελιχράς και θωπευτικής φωνής του ο Λάμπρος ο Βατούλας.

Αλλά τόρα είναι η σειρά να εξετάσωμεν ποίας ιδιότητας πρέπει να έχη κανείς, διά να περάση όσον το δυνατόν καλλίτερα την ζωήν του, δηλαδή εις όσα δεν ορίζει ο νόμος αλλά η επιδοκιμασία η μεθοδική και η κατάκρισις κάμνει έκαστον πλειότερον πειθήνιον και ευνοϊκόν διά τους μέλλοντας να θεσπισθούν νόμους, αυτά ακριβώς πρέπει τόρα πλέον να εξετάσωμεν.

Τίποτε, απήντησεν αδημονούσα η Αϊμά. — Πώς τίποτε, ενώ ωμιλούσατε τόσαις ώραις μαζή; — Ελέγαμεν το ένα, το άλλο, είπεν η Αϊμά, διά να περάση η ώρα. — Είσαι φιλαλήθης; είπεν αποτόμως η ηγουμένη. Η Αϊμά κατένευσε. — Λοιπόν είνε αδύνατον να με απατήσης. Δεν ειμπορούσε η Σιξτίνα να παραβή απλώς και ως έτυχε τους κανόνας, και να μείνη τόσας ώρας μαζή σου.

Κρύο είνε, θα περάση... είπε ο Μελιγκόνης χλωμός σαν τη λαμπάδα· τον αγκάλιασε και τον φίλησε. — Δεν μπορώ, Γερο-Μελιγκόνη, με σφάζει. Ακουμπήστε με να ξανασσάνω. Τα πόδια μου σα σκουριασμένα σίδερα τα νοιώθω. Τον ακούμπησαν στην αμμουδιά, Ο Γερο-Φλώκος τον κρατούσε στην αγκαλιά του, οι άλλοι από πάνω του. Το νερόχιονο έπεφτε. — Κουράγιο, Μοναχάκη, δεν είνε τίποτε. Κρύο είνε, θα περάση.

Μα ο ήλιος δεν ήθελε να βγη εκείνη την ημέρα. Η ώρα δεν ήθελε να περάση. Ποτέ δεν άργησε τόσο να ξημερώση. — Δε γίνεται, σήμερα θάχωμε γράμμα, έλεγε μέσα της. Το όνειρο ήταν καθαρό και ξάστερο: το κόκκινο θα πη γρήγορο. Μα σε λίγο πάλι συννέφιαζε ο λογισμός της. Όλο ξανάφερνε στο νου της τα λόγια του Λαλεμήτρου. — Ο καϋμένος ο Λαλεμήτρος! Αυτός μου λέει την αλήθεια.

Φωτιά σ' όλο ταρχοντικό σου, και φεύγα, Μην κάθεσαι και τα βλέπης. Θα περάση το κακό τους από τα μάτια σου στα σπλάχνα σου και θα τα κάμη κομμάτια. Πήγαινε συ, κι άφησε το Βεζίρη να βάλη φωτιά. Όξω, και χάθηκες! Αχ, σου τόλεγα! μην αργήσης. Άργησες, και τώρα μου σφίγγεις τα χέρια σου. Τρέμουν τα γόνατά σου· γουρλώνουν τα μάτια σου. Πάει, γλυτωμό πια δεν έχεις.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν