United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ο γέρος ζύγωσε κοντά και τον ξυπνάει κλωτσώντας με το ποδάρι, κι' ανοιχτά τον μάλωσε έτσι κι' είπε «Ξύπνα! τι οργή ψοφολογάς, γιε του Τυδιά, όλη νύχτα; Ή δεν ακούς που κάθουνται σιμά οι οχτροί στα πλοία, 160 μόλις πια λίγα βήματα, στο καμποβούνι απάνου

Ο αρχαίος κόσμος ξυπνάει από τον ύπνο του και η ιστορία σαλεύει μπροστά στα μάτια μας σαν θέαμα δίχως να μας υποχρεώνη να καταφύγουμε σε λεξικό απλό ή εγκυκλοπαιδικό για να συμπληρώσουμε την απόλαυσή μας. Κι αλήθεια δεν υπάρχει η παραμικρότερη ανάγκη το κοινό να ξέρη τις αυθεντίες για το ανέβασμα στη σκηνή οποιουδήποτε έργου.

ΤΟ ΜΑΓΕΜΜΕΝΟ ΜΑΝΤΗΛΙ κ. Ευαγ. Γ. Ζαλοκώστα Ώρα γλυκειά της χαραυγής όπου ξυπνάει η πλάσι, Οπού γλυκαγκαλιάζεται το φως με το σκοτάδι.

Μα σαν ήρθε η νύχτα, ενώ οι άνθρωποι του Τριστάνου τούβγαζαν τα ρούχα του, συνέβηκε ώστε καθώς έβγαζαν το πολύ στενό μανίκι του κοντοκαπιού, να παρασύρουν από το δάχτυλο του το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, το δώρο της Ιζόλδης. Καθαρό ήχο άφησε πέφτοντας στης πλάκες. Ο Τριστάνος κυττάζει και το βλέπει. Ξυπνάει τότε η παληά αγάπη του· κι' ο Τριστάνος καταλαβαίνει το κρίμα που έκαμε.

Ο Πρόσπερος όμως προφθαίνει να εμποδίση το μελετημένο κρίμα, εις το οποίον εφάνηκε η σκληρή και αμετανόητη καρδιά των δύο κακούργων· και με τη φοβερή φωνή της θείας δίκης, που εικονίζεται από τον Άριελ, τους φέρνει εις την άκραν απελπισία, και ξυπνάει τη μετάνοια, η οποία εκοιμότουν εις την ψυχή του Αλόνζου.

Και αν, κατά περίσταση, δε σκάσει, εξακολουθεί, να φουσκώνει, και αποβλακώνει ή αποστραβώνει τον άνθρωπο. Είναι άραγε ανάγκη να πούμε, ότι σκοπός κάθε σχολειού είναι να δίνει του παιδιού λίγες μα στερεές γνώσες, ανάλογες με τις ανάγκες του, δηλαδή με τη ζωή που θα κάνει το καθένα άμα μεγαλώσει; Και να του ξυπνάει, ακόμη μέσα του ό,τι ικανότητες τυχαίνει να έχει;

Μονάχα τους θάρθουν τα γράμματα κ' οι Χημείες. Ας μάθη πρώτα το έθνος από δουλειά. Ας είναι για την ώρα φιλολογία του τα κλέφτικα τα τραγούδια, και Χημεία τουτη Χημεία του ας ανεβαίνη στο βουνό κι ας τη μαθαίνη. Κ' η λογιότη σου, που ξέρεις και μιλάς τόσο όμορφα, βάλε τσαρούχια και γύριζε από χωριό σε χωριό, και δίδασκε την αληθινή τη Χημεία που ανάβει στήθια, και ξυπνάει τους λαούς.

Πύργος διπλοθεμέλιωτος και μαρμαροχτισμένος. Χτυπάει τ' αλόγου τα πλευρά να κατεβή 'ςτόν κάμπο, Γλυκά ροδίζ' η ανατολή. 'Σ ολίγο δίνει ο ήλιος. Λαμποκοπάν η αχτίδες του 'ςτά χιόνια τα στρωμένα, Λαμποκοπάν τα ρέμματα, λαμποκοπάει ο πύργος, Κ' ένας βαθύς αντίλαλος, οπού ξυπνάει την πλάση, Από τον πύργο τον ψηλό γλυκό τραγούδι φέρνει.

Ώρα που ο νους του ξυπνάει από ύπνο βαθύ, βλέπει τι βαρετό και τι μάταιο πράμα είναι η ζωή, και ξανανυστάζει. Να περάσουμε πρώτα από την απάνω την Αγορά. Βλέποντας και πηγαίνοντας θα βρεθούμε στην κάτω. Απάνω Αγορά, κάτω Αγορά: Τουρκιά, Ρωμιωσύνη. Βλέπε τους άφοβα, κατάματα βλέπε τους. Δε θα μας βλέπουν αυτοί. Εμείς ταξιδεύουμε με το νου, κι από νου δεν παίρνουν τα χαδεμένα παιδιά του Προφήτη.

Είπε, και σ' όλων την καρδιά ξυπνάει του θρήνου πόθο, κι' όλοι θρηνούσανως που πια το χαραμέρι πήρεγύρω στο έρμο λείψανο. Ωστόσο ο Αγαμένος μουλάρια κι' άντρες πρόσταξε απ' τις πλαγιές ολούθες ξύλα να παν να φέρουνε· κι' ορίζει κεφαλή τους βλάμη τ' αφέντη Δομενιά, τον αρχηγό Μηριόνη.