Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Τι να γείνη! — Και θα έχης ώραις εις τον δρόμο. — Είμαι περήφανος 'στά πόδια, είπεν ο Τρέκλας δεικνύων τους στρεβλούς πόδας του. — Το ξεύρω. — Μ' εστείλανε διά δουλειά. — Διά τι δουλειά; — Τώρα θα σου πω. Άφησέ με να ξαποστάσω, είπε καθίσας. — Ξαπόστασε, καϋμένε Τρέκλα. Και αυτός ο σκύλος πώς ευρέθη; — Με ακολούθησε. — Σε ακολούθησε; είπεν ο Θευδάς. Θέλεις να πης, σου έδειχνε το δρόμο.

Οι ρώσοι οπού ήσαν εις το τραχτήρι, μόλις είδαν απέξω τον διακαμό του παπά Σεραφάκου με την Πορταΐτισσαν, που έκαμνεν αγιασμούς, έτρεξαν κ' έπεσαν εις τα γόνατα και την ησπάζοντο μετά δακρύων. Επήγα και εγώ: Δεν ξεύρω πώς μου εφάνη. Η Πορταΐτισσα, καπετάν-Καλόγερε, λέγω εις τον φίλον μου. Δεν πάμε και 'μεις; Κάποιος μου μίλησε μέσα μου. Έτσι μου εφάνη.

Δεν ξεύρω τι να σου ειπώ, Σωκράτη μου, διότι ακόμη και διά σε δεν ημπορώ να εννοήσω τι συμβαίνει· άραγε τα παραδέχεσαι και τα λέγεις, ή θέλεις να δοκιμάσης εμέ. Σωκράτης. Ελησμόνησες, φίλε μου, ότι εγώ μεν ούτε γνωρίζω ούτε αναγνωρίζω τίποτε από αυτά ως ιδικόν μου γέννημα, αλλά είμαι στείρος εις τοιαύτα πράγματα.

Να φυλάγεται απ' εκείνον τον άνθρωπον. — Ποίον άνθρωπον; — Εκείνον τον μουστερήν μας. Ο Μάχτος ανωρθώθη, και ανένηψεν ολίγον. Αυθορμήτως δ' έσπευσε να είπη τας σκέψεις του προς την Γύφτισσαν. — Αυτός ο άνθρωπος, μάννα, δεν έρχεται εδώ διά καλό. — Πώς το ξεύρεις, μικρό μου; — Το ξεύρω, είπεν ο Μάχτος. — Και ποιος σου το είπεν; — Εγώ το λέγω. — Και διατί έρχεται; — Έρχεται διά την Αϊμάν.

Διαβάτης αποσπασθείς εκ του ομίλου ήρχετο προς αυτόν. — Τι τρέχει; τον ηρώτησεν ανυπομόνως ο Μάχτος. — Δεν ξεύρω κεγώ, απήντησεν ο διαβάτης. Γυναίκες, θαρρώ, μάλωσαν αναμεταξύ τους. Ο Μάχτος εδιπλασίασε την ταχύτητα του βήματος. Να είνε τάχα η Αϊμά; ηρώτησε καθ' εαυτόν. Προσεγγίσας εις τον όμιλον επείσθη ότι δεν είχεν απατηθή.

Και δι' αυτόν τον λόγον σας ξαναέφερα εδώ. — Ειπέτε μου να 'ξεύρω: τόσον μεγάλη υπομονή σας κυριεύει, ώστε, να παραβλέψετε αυτό, ή μη κ' οι δύο είσθε τόσον καλοί Χριστιανοί ώστετην προσευχήν σας παρακαλείτε δι' αυτόν και διά τα παιδιά του, αυτόν τον καλόν άνθρωπον, που ήνοιξε τον τάφον και έφερε την ζητανιά εις 'σας και τους 'δικούς σας; Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Αυθέντα, άνδρες είμεθα!

Όμως εγώ θα σου πω, και αν θέλης, πίστευσε. — Θα πιστεύσω. — Με τον πατέρα σου πηγαίνομεν εις το χωριό το δικό μου. — Και πού είνε αυτό; — Τέσσαραις πέντε ώραις μακρυά απ' εδώ. — Και τι κάμνετε εκεί; — Αυτό κ' εγώ δεν το ξεύρω καλά καλά. — Δεν το ξεύρεις; — Βέβαια. — Πώς γίνεται; — Γίνεται. — Τι θα πη; — Για την ώρα, δεν ξεύρω τι κάμνομεν. Εις το μέλλον όμως ίσως θα κάμωμεν τίποτε. — Τι πράγμα;

Αλλά την ώρα που εξεψύχαε δεν είχεν άλλη κληρονομιά να κάμη παρά τον ίδιο λόγο: Να μη σ' αφήσω και γίνης σφουγγαράςΕφύλαξα την εντολή του πατέρα μου και δεν έγινα σφουγγαράς. Μα και τόρα που εγέρασα στ' άρμενα την ίδια αισθάνομαι αηδία εμπρός σε μια μηχανή. Δεν ξεύρω πώς μου φαίνεται όχι όμως ποτέ σαν πλεούμενο, ευχή του Θεού και καμάρι της θάλασσας.

Μου είπαν πως ήτανε εις τη Βουλή, την άλλη μέρα εις τη στρατιωτική Λέσχη, και την επομένη δεν ξεύρω που. Τρεις όλαις εβδομάδες επήγαινα πρωί βράδυ εις το σπίτι του και μόνο δυο φορές αξιώθηκα να του μιλήσω, χωρίς να επιτύχω να του βγάλω από το στόμα άλλο τίποτε παρά μόνο πως φροντίζει και να έχω υπομονή.

Νέος Σωκράτης. Δεν ενθυμούμαι διόλου. Ξένος. Ξεύρω και εγώ αν θα ημπορέσω να σου το παραστήσω με λόγους ακριβώς καθώς το συλλογίζομαι; Νέος Σωκράτης. Πώς όχι; Ξένος. Μου φαίνεται ότι πολύ εύκολα το πιστεύεις αυτό.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν