Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Και αν εγώ δεν ημ- πορώ, 'ξεύρω πού να εύρω τον παιξομύτην του. Το ξό- ανον! ΠΕΤΡΟΣ Δεν είδα κανένα να σε κάμη ό,τι θέλει. Ας τον έβλε- πα, και να ιδής πώς θα εξεσπάθονα! Ακούς! Φθάνει να ιδώ, ότι είναι ανάγκη και ότι είμαι εις το δίκαιόν μου, και ξεσπαθόνω 'σαν κάθε άλλον. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Με εσύγχυσε τόσον, οπού μου ήλθεν ανατριχίλα. Ο παληάνθρωπος! — Παρακαλώ, Κύριέ μου, να σου ειπώ δύο λόγια.
Γι' αυτό πρέπει χωρίς άλλο να φύγω, και ξεύρω τι είχετε να ειπήτε για να με πείσετε να μείνω, και λοιπόν — Δώσε την μητέρα μου την πικρά αυτή είδησι με ένα συροπάκι· δεν δύναμαι να βοηθήσω εγώ τον εαυτό μου, και δεν πρέπει να δυσαρεστηθή, αν δεν δύναμαι να την βοηθήσω κι' αυτήν. Βέβαια αυτό θα την πικράνη.
Έπειτα, αφού έχεις δουλειά, το ξεύρω πως δεν αδειάζεις, και αφού δεν αδειάζεις, θα πη πως έχεις δουλειά· ώστε δεν μου λες τίποτε νεώτερον. — Και νυστάζω, είπεν ο Τρανταχτής τρίβων τους οφθαλμούς. — Αυτό κάθε μέρα συμβαίνει, ώστε και αυτό δεν είνε νεώτερον. — Δεν είνε που έχω δουλειά, αλλά είχα δώσει μίαν υπόσχεσιν, και δεν ειμπορώ να φυλάξω τον λόγον μου.
Μου δίδεις εργασίαν, θα σου την κάμω· δεν ξεύρω εγώ τίποτε πλειότερο. — Ευχαριστώ, είπεν ο Τρανταχτής δάκνων τα χείλη. Και τι θα σου δώσω διά τον κόπον σου; — Ό,τι ευχαριστείσαι, απήντησεν ο Μάχτος. — Και πότε θα είνε έτοιμο; — Αύριον το μεσημέρι χωρίς άλλο. Ο Μάχτος συνέλαβε κατ' αρχάς ιδέαν εγκληματικήν.
Αλλά ενώ τα ηύρες, συ χάνεσαι! — Το γάλα μου το έδωκα και 'ξεύρω πώς τ' αγαπά το βρέφος της μια μάννα που βυζάνει· πλην κι' αν μ' εγλυκοκύτταζε 'ς τα 'μάτια το παιδί μου θα ήρπαζα την ρώγα μου απ' τ' απαλά του γούλια να του συντρίψω τα μυαλά, αν είχα κάμει όρκον, καθώς εσύ τ' ωρκίσθηκες αυτό! ΜΑΚΒΕΘ Κι' αν αποτύχω; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ποιος θ' αποτύχη; Στύλωσε την γενναιότητά σου και δεν αποτυγχάνομεν.
ΛΑΕΡΤΗΣ Νορμανδός δεν ήταν; ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ναι, Νορμανδός. ΛΑΕΡΤΗΣ Είναι ο Λαμόνδος, 'ς την ζωήν μου! ΒΑΣΙΛΕΑΣ Μάλιστ', αυτός. ΛΑΕΡΤΗΣ Καλά τον ξεύρω, και τωόντι εις το γένος του λάμπει ως πρώτος μαργαρίτης.
Κάποιος την θύραν μας κτυπά· ακούεις; — Έλα μέσα· 'λίγο νερό την πράξιν μας αρκεί να την ξεπλύνη· τόσον αρκεί! Τι έγεινε το παλαιόν σου θάρρος; Άκουε! Εξακολουθεί ο κρότος εις την θύραν! Το νυκτικόν σου φόρεσε, μη πρέπει να φανώμεν κ' ιδούν πως δεν 'πλαγιάσαμεν. — Μη χάνεσαι εις σκέψεις! ΜΑΚΒΕΘ Να 'ξεύρω το τι έκαμα! Ας ήτο να μη 'ξεύρω την ύπαρξίν μου! Κτύπα συ!
Με εκύτταξεν ασκαρδαμυκτί, χωρίς να προφέρη λέξιν. Τι τον παρώργισεν; Η ανακάλυψις ότι τους είχα ίδει το πρωί, ή η ανάμιξίς μου εις πράγματα υπερβαίνοντα την δικαιοδοσίαν μου; — Κύριε υπασπιστά, επανέλαβε ψυχρώς· εκείνη που 'ξεύρω δεν αγαπά τους δειλούς. Ενόησα ότι ήτο περιττόν να επιμείνω. — Καλά, Μίρτε, είπα, και του έτεινα φιλικώς την χείρα. Ο Θεός μαζί σου!
— Ποίας ηγουμένης; είπεν αλλοφρονούσα η Βεάτη. — Ποίας ηγουμένης; Είσαι 'στά καλά σου; — Στα καλά μου; — Ναι. Είνε άλλη ηγουμένη; — Άλλη ηγουμένη; — Βέβαια. — Δεν ξεύρω, είπεν αφελώς η Βεάτη. — Δεν ξεύρεις; επανέλαβεν η Κλάρα. — Βέβαια, απήντησεν η Βεάτη. — Να ξεραθής, είπε ξηρώς η Κλάρα. — Να μαραθής, απήντησε μεμαραμμένως η Βεάτη.
— Βέβαια, διά να κρημνισθώμεν μέσα 'σε καμμιά χαράδρα πάγου!» είπεν ο Ρούντυ. «Δεν ηξεύρεις τον δρόμον καλά-καλά, και θέλεις να κάνης και τον οδηγόν;!» — Ξεύρω ακριβώς τον δρόμο!» είπε το κορίτσι· «και έχω και το μααλό μου κοντά μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν