Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Αχ, τα Μπουγάζια! Και ηθέλησε να ορθοπλωρίση στον άνεμο. Ο γραμματικός όμως τον εμπόδισε. — Κουράγιο, καπετάνιε! Τα Μπουγάζια δεν είνε θεριά να μας χάψουν. Δεν είμαστε Μαυροθαλασσίτες να πάμε την άκρηάκρη. Γαλαξειδιώτες μας λεν. — Ο χιονιάς πλακώνει! είπεν ο καπετάνιος δείχνοντας πίσω του. — Σαν πλακώνει και τι; Σαράντα μίλια θέλουμε ακόμα. Η 'μέρα μόλις άρχισε.

Έφθασε λοιπόν το πλοιάριον και μόλις άραξεν ολίγον ξέμακρα από το δένδρον μου, ιδού και βλέπω να βγαίνουν έξω δέκα σκλάβοι, ένας γηραλέος, που εφαίνετο ο αυθέντης αυτών και ένας νέος έως χρονών δέκα πέντε· οι σκλάβοι έφερναν διάφορα αγγεία με φαγητά και πιοτά ως εφαίνετο και ένας εβαστούσεν ένα τσαπί και φτυάρι· επροχώρησαν προς το εσωτερικόν του νησιού και όταν έφθασαν εις μίαν πεδιάδα, είδα που ένας έσκαψεν ολίγον και άλλος έβγαζε το χώμα με το φτυάρι· έπειτα εσήκωσαν ωσάν μίαν σχάραν και εμβήκαν όλοι μέσα· τότε εσυμπέρανα ότι εκεί ήτον κανένα υπόγειον.

Όλη η σύγκλητος με μεγάλον θαυμασμόν με εθεωρούσε μην ημπορούντες να καταλάβουν πώς είνε δυνατόν μία μαϊμού να ηξεύρη με τόσην ευταξίαν να προσφέρη την προσκύνησιν που αρμόζει εις τον βασιλέα και τον χαιρετισμόν προς τους περιεστώτας με σχήματα τόσον αρμόδια που μόλις δύναται να τα κάμη ένας πρακτικός άνθρωπος του παλατίου· μάλιστα ο βασιλεύς με εθεωρούσε με μεγάλην απορίαν, λέγοντας αν μαζί με τα σχήματα και κινήματα είχα και τον λόγον, θα ήμουν το παραδοξότερον ον του κόσμου.

Και ίσωςτο πιο παράξενοθα χανότανε ο Δάφνης μόλις εβρέθηκε, αν δεν εστοχαζόταν ο Άστυλος να ξαναφωνάξη: — Στάσου, Δάφνη, και μη φοβηθής καθόλου· είμαι αδερφός σου και γονιοί σου οι ως τα τώρα αφέντες σου· τώρα δα ο Λάμωνας μας είπε για τη γίδα και μας έδειξε τα σημάδια· και γυρίζοντας πίσω κοίταξε πώς τρέχουνε χαρούμενοι και με γέλοια· μα φίλησε πρώτα εμένα· σ' ορκίζομαι στις Νύμφες πως δε σου λέω ψέματα.

Ο κυρ Δημητράκης ήρχισε να διηγήται μακρόν συναξάρι περί υπακοής και απειθείας τέκνων και ότι «ευχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οίκων». Ο Αγάλλος μόλις ήκουεν. Η γρηά Αρετή πρόχνυ καθημένη, περιβάλλουσα με συμπεπλεγμένας χείρας τα δύο γόνατα, έσειεν από καιρού εις καιρόν την κεφαλήν, ως να επέθετεν οξείας και περισπωμένας εις το λεκτικόν του συζύγου της.

Ο πατήρ αυτού, βαρελοποιός ποτε και μουσικός κατά τας ώρας της σχόλης του, μόλις είχε κατορθώσει να διδάξη τον υιόν αυτού, πλην τυπικών τινων υποκρούσεων, ένα συρτόν και ήμισυν καλαματιανόν. Αλλά το έν και ήμισυ τούτο ήρκει εις διασκέδασιν των παιδίων, ων αι χορευτικαί γνώσεις περιωρίζοντο κατ' ανάγκην εις το μουσικόν του πατρός των πεδίον. — Ελάτε τώρα σεις, είπεν ούτος· πιασθήτε από τα χέρια.

Ο δικαστής πρώτα τον βάζει να πληρώση δέκα χιλιάδες πιάστρα για το θόρυβο, που έκανε· κατόπι τον άκουσε υπομονητικά, του υποσχέθηκε να εξετάση την υπόθεσή του, μόλις ο έμπορος ξαναγυρίση, και τον έβαλε να πληρώση άλλες δέκα χιλιάδες πιάστρα για έξοδα ακροάσεως. Αυτός ο τρόπος έφερε σε τέλεια απελπισία τον Αγαθούλη.

Την μεν γλαφυρότητα των μελών του γυναικείου σώματος απηθανάτισεν ήδη η πλαστική και εξυμνεί καθ' ημέραν η ποίησις, αν επιδημή εισέτι αύτη και δεν απήλθεν εις απροσίτους και αιθερίους χώρας, η δε δύστηνος λογογραφία μόλις τολμά να έρπη περί τα κράσπεδα της ποδήρους εσθήτος.

Το κελλίον όπου είχεν εισέλθη ο μπάρμπα-Κωνσταντός ήτο το έν εκ των δύο όσα εκράτει ο ηγούμενος, το οποίον εχρησίμευεν άμα ως προθάλαμος, ως μαγειρείον και ως πρόχειρον «αρχονταρίκι». Μόλις είχεν αποκοιμηθή ο γηραιός πάρεδρος, και εισήλθεν ο υποτακτικός Γαβριήλ, με άσπρον κιουλάρι, με ζωστικόν πάνινον ξεθωριασμένον και χωρίς ράσον, κρατών λυχνίαν με την αριστεράν, καυσόξυλα και χαμόκλαδα με την δεξιάν.

Και ζερβόδεξα φαντάσματα να κατεβαίνουν απάνω μας, με τον όγκο τους να μας πνίγουν, πανιά και ξάρτια καραβιών άλλων που έτρεχαν αιθεροπλανημένα νομίζεις να εύρουν τον πόρο τους. Οι ναύτες τυλιγμένοι στην ομίχλη μόλις εξεχώριζαν, ψυχές ανεμοκίνητες που ταξειδεύουν στο χάος.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν