Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Μα έπειτα; Γιατί χρειάζεται ο στρατός; Ξεκαθάρισαν τάχα καλά στο μυαλό τους τι είναι να κάνει ο στρατός που θα γίνει; Και πώς σχετίζεται ο στρατός με όλα τα άλλα; Αν τους ρωτήσεις, θα σου πουν: η τιμή του κράτους το απαιτεί, ή η μεγάλη ιδέα. Όμως το κράτος είναι χάρβαλο και τιμή δεν έχει, όσο για τη μεγάλη ιδέα γίνηκε ψέμα. Και ίσως ήλθε τέλος ο καιρός να γίνουμε οι Έλληνες ά ν θ ρ ω π ο ι.

Αχ! δε λέω να μ' αγαπήση· ας διή μόνο πόσο την αγαπώ! Και πώς δεν τόβλεπε, πώς δεν το καταλάβαινε που μια φλόγα είταν αναμμένη στα στήθια μου μέσα; Δεν τόννοιωθε; Όχι! Δεν τόννοιωσε μήτε κείνη μήτε κανένας άλλος. Κάθησε τώρα μέσα στο μυαλό μου· και δε βγαίνει πια και βήμα δεν κάμνει που να μην τη διώ.

Νικολέτα, Νικολέτα, σαν πολύ ακονισμένη είνε η γλώσσα σου. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Έχει δίκιο η Νικολέτα· το μυαλό της είνε καλύτερο από το δικό σου. Ήθελα να ήξερα τι σου χρειάζεται ο χοροδιδάσκαλος στην ηλικία που βρίσκεσαι. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Κι' αυτός ο κρεμανταλάς ο δάσκαλος του σπαθιού, που βροντάει τα πόδια του σαν να θέλη να γκρεμίση το σπίτι και να μας ξεχαρβαλώση όλα τα τζάμια της σάλας.

ΑΝΑΧ. Αυτά, Σόλων, δεν τα πολυεννοώ, είνε πολύ λεπτά διά το μυαλό μου και χρειάζεται οξεία αντίληψις και σκέψις διά να εννοηθούν.

Μεγάλο θάμμα έγεινε εις όλη τη γειτονιάκαι εις όλο το χωριό μάλισταένα Σάββατον πρωί, καθώς επήγεν η νεαρά δασκάλισσα, συνοδευομένη και από την μικρήν υπασπιστίναν της, το Ουρανιώ, το θυγάτριον του Παναγή του Κυραντώνη, διά ν' ανοίξη την πόρταν του σχολείου· η μικρή υπασπίστρια επροπορεύετο κρατούσα ένα κομψόν κουτί και δύο τυλιγμένα εργόχειρα, έκαμνε χαριτωμένους μορφασμούς και τσακίσματα, είχε την ξανθήν πλεξίδα της λοξά προς το ένα αυτί, κ' ήτο όλη μειδίαμα και χάρις, ώστε η μεν μυτίτσα της εγίνετο πλακαρή και σχεδόν εξηλείφετο από τους δύο μορφασμούς και τ' αυλακάκια τα σχηματιζόμενα εκατέρωθεν, από το πτερύγιον της ρινός έως τα κάτω βλέφαρα, και τα ματάκια της μισοκλεισμένα, ετόξευαν υγρόν σπινθήρα· η διδασκάλισσα χλωμή, με παιδικόν πρόσωπον, λευκοφορεμένη, καθώς και η μικρή συνοδός της, αναδεδεμένη τον στέφανον της πλουσίας κόμης της, άμεμπτος εις τα της μόδαςαλήθεια, τα κορίτσια του σχολείου, είχαν μάθει καλούς, πολιτισμένους τρόπους απ' αυτές της δασκάλες· εμάθαιναν γράμματα και χειροτεχνήματα, έκαμναν ως και γυμναστικήν, έν-δύο-τρία, εις το προπύλαιον του Σχολείου· η κόρη του Ντάκου είχε μάθει πώς να χτενίζη τ' αχυρόχροα μαλλιά της, ξέπλεκα, απλωμένα επί των νώτων, μέχρι της μέσης, λευκοφορούσα ωσάν ανεράιδα του βουνού· η παιδίσκη του Στάιου και του Λεγαντή είχον μάθει μπλε μαρρέν, και καρρέ, ακόμη και τρανσπαράν και το θυγάτριον του Σταμάτη του Μπλατσίνη είχε μάθει εις ένα μονότονον αχρωμάτιστον ήχον διάφορα ανόητα τραγουδάκια· όσον αφορά την ξανθήν πλεξίδα λοξήν προς το αυτί, όλαι σχεδόν αι μαθήτριαι την είχον αναπετάσει εσχάτως· άλλοι έλεγον ότι απ' εκείνο το αυτί εβγήκε το μυαλό της δασκάλας και των κοριτσιών, άλλοι έλεγον ότι εξητμίσθη από την κορυφήν της κεφαλής, διά μέσου των ριζών εκάστης τριχός, και άλλοι έλεγον ότι είχε φύγει απάνω από την οροφήν του Σχολείου· πλην ταύτα ήσαν λόγια των γραϊδίων της γειτονιάς, των γλωσσαλγών, όπου μεταχειρίζονται την ρόκαν μόνον ως συνόδευμα των κινήσεων της γλώσσας, ή έχουν την κακολογίαν οιονεί ως κέλευσμα προς ανακούφισιν του κόπου της ρόκας.

ΦΙΝΤΗΣ Είτανε αγύριστο μυαλό, αδάμαστο, κ' είναι το ίδιο αυτό σα να είχε τα πιο κακά ελαττώματα.

Γιατί σου έχει καρφωθεί αυτή η ιδέα στο μυαλό; Γιατί δεν θέλεις να έρθει ο Ρετόρος; Θα σου διάβαζε το Ευαγγέλιο και δεν θα φοβόσουν πια μην πεθάνεις…» Εκείνος δεν απάντησε. Όχι, δεν μπορούσαν να τον κοροϊδέψουν. Η ώρα όμως δεν είχε φτάσει ακόμη κι εκείνος γαντζωνόταν από τη ζωή μόνο και μόνο επειδή φοβόταν μην αφήσει το κουφάρι του στο σπίτι των κυράδων του.

Κρατεί σφερδούκλια το παιδί και δένει τα με σκοίνο και τα σφερδούκλια δένοντας ακριδοπιάστρα πλέκει· και μηδέ τόσο νοιάζεται γι' αμπέλι και ταγάρι όση χαρά έχει μέσα του γι' αυτό το πλέξιμό του. Στρώνονται φύλλ' απερουνιάς τριγύρω στο ποτήρι· μεγάλο θάμμα αληθινά που το μυαλό ξιππάζει.

Να κεφάλι!.. είπε δείχνοντας με τη χερούκλα του το φοιτητή. Τόσος λαός εδώ και δεν ξέρει τι κάνει· ήρθε του λόγου του να μας βάλη μυαλό. — Όχι να σας βάλω μυαλό· είπε ο Τσαϊπάς δειλά· να ειπώ το σωστό. — Το σωστό! εφώναξε αγριοκυττάζοντάς τον ο Αρλετής, το σωστό! που τόβρες, μωρέ, το σωστό... Μην τόφερες απ' την Αθήνα μαζί με τα κολλαράκια σου!

Αφού επιμένη όλος ο κόσμος. ΟΛΟΙΜπράβο, μπράβο. ΑΝΘΥΠΟΛ. — Θα σας οδηγήσω στο βήμα. Δώστε μου το μπράτσο σας. Στον ίδιο καιρό φωνάζει κρυφά τον υπηρέτη και κάτι του παραγγέλλει, Ο υπηρέτης φεύγει βιαστικά. Ήταν μια φορά ένας Γιάννης Σ' ένα πράσινο χωριό, Και δεν είχε ούτε χαΐρι Και δεν είχε ούτε μυαλό.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν