Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
— Γιάειντα, Γιωργιό μου, είπε, εχλώμιανες, απού 'σουν σαν ταπριλιάτικο ρόδο, όντεν ήρθες απού τη χώρα; — Γιατί δεν έρχεσαι μπλειο στο σπίτι μας...και φοβούμαι πως δε... — Πώς δε σαγαπώ; Αυτό θες να' πης; — Ναι. — Όι, Θέλω να μου το πης ο ίδιος. Θέλω να τακούσω απού το χρυσό σου στόμα. — Φοβούμαι πως δε μαγαπάς μπλειο.
Οι δύο σύζυγοι αντήλλαξαν βλέμμα απορίας. — Μαπώς σούρθε πάλι αυτό; ηρώτησεν ο Σαϊτονικολής. — Ετσά θέλω, απήντησε με πείσμα ο Μανώλης. — Μα θάχης μια αφορμή. Δε μας τη λες; — Δεν έχω πράμμα, μόνο δε θέλω να τσοι κατέω μπλειο τσοι Θωμαδιανούς. Αυτό 'νε. — Τσοι Θωμαδιανούς και την Πηγή μαζή; — Μούδε την Πηγή θέλω, μούδε κιαμμιά. — Κιαμμιά!
Εγώ πάω κάθα μέρα και τήνε θωρώ κιόλο με τα δάκρυα στα μάτια τήνε βρίσκω· κιόλο μου λέει πως αν σούφταιξ' αδερφός τση, αυτή είντα σούκανε και δεν περνάς μπλειο απ' όξω απ' το σπίτι τως νακούη σκιάς το ζάλο σου και να σε θωρή απ' αλάργο. Μια-δυο φορές μόνο λέει έτυχε να σε δη, όντε πάει στη βρύσι γή στην εκκλησά, μα κάνεις πως δεν τήνε θωρείς και ραΐζει η καρδιά τση.
Όταν έφτασε στο κάτω μέρος τον βράχον, κάθησε ξεψυχισμένη κέβλεπα το στήθος της νανατινάσεται με αγωνία. Έτρεξα να πάω κοντά της, αλλά μούγνεψε με το χέρι να μείνω εκεί πούμουν. Έμεινε κάμποση ώρα στην ίδια θέση κέπειτα σιγά σιγά ανέβηκε το λίγο μέρος του βράχον, για να φτάση έως στο δέντρο. — Δε μπορώ, παιδί μου, είπε με φωνή πολύ αδύνατη και κομμένη. Εγώ, πρέπει, δεν είμαι μπλειο για ζωή.
Κεγώ πάντα έδιδα την ίδια απάντηση: «Το Βαγγελιό». Κεπειδή ήσαν κιάλλες μαυτό το όνομα στο χωριό, προσδιώριζα: «Το Βαγγελιό της θειας του Δεσποινιού». Εις το σπίτι μούλεγαν την απειλή: «Καλά, να το πω του Βαγγελιού, να μη σ' αγαπά μπλειο!» Και παρευθύς επαύανε και κλάματα και αταξίες. Μια μέρα, πούπαιζα με άλλα παιδιά, έπεσα κέκαμα μεγάλη πληγή στο μέτωπο. Αίματα έτρεχαν κέβαλα φωνές μεγάλες.
Η θεια μου σκέφθηκε λίγο κέπειτα είπε: — Δε θα παντρευτή μπλειο αυτή η κοπελιά; Αργεί να παντρευτή και πρέπει πως απού τη λαχτάρα τση παντριγιάς τσ' έρχεται σαν κουζουλάδα. — Και στο παιδί μου μένα θα ξεθυμάνη η κουζουλάδα τση; — Η πυρωμάδα τση, άλλαξε τη λέξη η θεια μου και χαμήλωσε τη φωνή της. Δεν άκουσα τη συνέχεια της ομιλίας, γιατ' η μάνα μου μ' έδιωξε.
Αφού ησύχασε μου λέγει: — Ήκουσες, Γιώργο μου, είντα σούπα; Να κάμης κατά πως σ' αρμηνεύγει η μάνα σου. Αυτή κατέει καλλίτερα το καλό σου και θέλει το καλό σου περισσότερο από κάθε άλλο. — Κιαπό τουλόγου σου; — Κιαπό μένα, είπε αποφασιστικά το Βαγγελιό. Δε σούπα πως η δική μου αγάπη δε μπορεί νάνε για καλό σου; — Και μου λες να μη σ' αγαπώ μπλειο;
Και τότε τα παραιτώ όλα και φεύγω και γυρίζω στα σοκάκια και τα δώματα σαν κουζουλός ... Δε μπορώ μπλειο, Πηγιό, δε μπορώ ... Μα ως πότε ν' ανημένω; Ο κύρης μου λέει πως θα γενή η στεφάνωσή μας δυο μήνες ύστερ' απού τη Λαμπρή. Μπορώ 'γώ ν' ανημένω ως τότε και να κάθεται κι' ο κύρης σου όλο στην πόρτα και να μη μπορώ ναρθώ να σε 'δώ; Θα σκάσω, θα κουζουλαθώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν