Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Μετά δύο ημέρας, το δειλινόν του Σαββάτου, η γερόντισσα επανήλθε δρομαία. Είχε παύσει να χιονίζη, αλλά ψυχρός βορράς εφύσα επάνω εις τα χιονισμένα μέρη. Το χιόνι ήτον όπως έλεγαν, μισό μπόι στα βουνά, ένα γόνα κάτω στην χώραν. Αλλά κατ' ακρίβειαν, επάνω στα βουνά θα ήτον ως ένα γόνα, και ως μίαν σπιθαμήν κάτω.

Δέκα ευζώνοι κι ο δεκανέας έντεκα. Η πανούκλα νάτανε δε θα τρόμαζε τόσο το χωριό. Φευγιό και πάλι φευγιό. Φτωχοί άνθρωποι. Μια φωνή ακούστηκε: — Τ' απόσπασμα! Κι έσβυσαν οι φούρνοι, βουβάθηκαν τα παιδιά, ανεμοζάλη φύσηξε. Το μισό χωριό πήρε το λόγκο κι όπου φύγη φύγη.

Στο λιμάνι το έρημο δύο τρεχαντήρια στο μώλο αργοσάλευαν απάνω στα νερά. Αντίκρυ ο Άη-Παντελέημονας, με το μισό καμπαναριό, ασοβάντιστος, όπως έμεινε από τον καιρό που έπεσε η δυστυχία στο νησί, αλειτούργητος, ρημαγμένος, άπλωνε μια λυπητερή σκιά ολοτρόγυρα.

Το άλλο μισό του καρυδιού είχε γίνει ένα κασσελάκι με ωραία σκαλίσματα· μέσα ήτο το ολόχρυσο φόρεμα, και εθάμβωσαν τα μάτια όλων, όταν το είδαν. Η Βασιλική ήρχισε τότε να κλαίη. — Κι' εγώ την απήντησα αυτήν την γρηά, όταν επήγατου παππού, κι' εμένα μου εζήτησε να συγυρήσω την καλύβα της, αλλά της είπα, δεν έχω την όρεξί σου.

Μα οι καιροί ενάντιοι μας άργησαν και αντί να φτάσουμε στη Μαρσίλια, δεν είχαμε ούτε τον μισό δρόμο παρμένον. Όμως να που ήταν κάποιος σαββατογεννημένος στη γολέτα κ' έπιασε δυνατός γρεγολεβάντες στα Μπουγάζια και ηύραμε τον Καβοντόρο χειμωνιάτικον κ' εδιπλάρωσεν η «Βαγγελίστρα» μας κάτω από τον Τσικνιά. Επήδησεν ο καπετάνιος πρώτος· έτρεξε σπίτι του.

Είπα τόνομα του Καρκαβίτσα. Πρέπει τώρα να πω και τόνομα του Παλαμά. Οπαδοί κ' οι δυο τους — ή μισοί οπαδοίτης μισής γλώσσας. Δεν τους ανάφερα πιο απάνω μαζί με τους άλλους, μα. . . ξύλο θέλουνε κ' οι δυο τους. Ίσως πάλε τους αξίζει μόνο μισό ξύλο.

Τον έκαμεν ο ίδιος ο άνθρωπος. Ξέρεις τι λέγανε μια φορά οι παππούδες μας; Γλυκός ο ύπνος την αυγή, γύμνια και πείνα την Λαμπρή! . . . Ο Σπύρος εγέλασε και είπε: — Καλνά σε είπανε ξυλόσοφο! — Το ξέρεις λοιπόν, κατεργαράκο μου, εξηκολούθησεν ο Μπάρμπα- Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος. Λυπάσαι γιατί χάλασε το μισό περιβόλι και φθονείς τα πουλιά και ζηλεύεις τα λουλούδια!

Όταν τα ξανάνοιγε έβλεπε την κιτρινωπή δημοσιά να χάνεται ανάμεσα στο πράσινο και το γαλάζιο του ορίζοντα, επάνω προς τα βουνά του Νούορο και κάτω προς τη θάλασσα της Μπαρονία, και του φαινόταν πως έτσι ζούσε πάντα, στην άκρη ενός δρόμου που είχε διανύσει τον μισό και τον άλλο μισό τον είχε μπροστά του.

Αν είναι τόσο το βάρος που να μην μπορή μια Συνείδηση να το σηκώση, φωνάζει το Ζαπτιέ ο Αγάς, του δίνει προσταγές που τρομάζουν έναν ανήξερο, τρέχει ο Ζαπτιές, ξετρυπώνει τον Κροκόδειλο, προφταίνει κι αρπάζει από το στόμα του κατιτίς, και σου το δίνει, αφού κρατήση το μισό για πλερωμή του ηρωισμού του.

Πάντες ούτοι, πλήρεις έχοντες τας χείρας αυτών χαρτονομισμάτων και μετοχών, ων η πλήρης ρύπου και μωλώπων μορφή αληθή και αδελφικόν μοι ενέπνεεν οίκτον, περιεφέροντο συνωθούμενοι και οιονεί δαιμονίωντες μεταξύ του πλήθους, και εξελαρυγγίζοντο κραυγάζοντες και εκφωνούντες το εμπόρευμά των. — Αγοράζω δέκα κομματάκια με σαρανταεννηά! . . . — Και μισό, αγαπητέ, και μισό. — Πουλώ είκοσι, με πενήντα.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν