Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουλίου 2025


Αλλά ολίγον ανωτέρω με όλην την νύκτα και το ψύχος ηνοίχθησαν παράθυρά τινα, και αναβλέψασα είδεν εις την σκιάν η Μιλάχρω κεφαλάς τινας γυναικείας μανδηλωμένας καλώς, κεφαλάς μητέρων και θυγατέρων, αίτινες έκυπτον από τα παράθυρα να ίδωσι την Μιλάχρω, κομίζουσαν εις τον γαμβρόν της τον μπακλαβάν. Η Μιλάχρω επίτηδες εβράδυνεμεσάνυκτα σχεδόνδιά να μη την ίδουν. Εντρέπετο πλέον.

Ό,τι ηδύνατο να διακρίνη τις εις το στίλβον εκείνο σκότος, ήτο μόνον έν χάος πλωτόν. Δεν εφαίνετο πλέον άστρον ούτε πούλια, ούτε πετεινός ελάλει, ούτε ωρολόγι εσήμαινεν. Εφαντάζετό τις ότι η νύκτα εκείνη του φθίνοντος Νοεμβρίου δεν έμελλε ποτέ να τελειώση. Αίφνης περί τα μεσάνυκτα ηκούσθη μεγάλη, εξωτική κραυγή: — Πι,πι,πι! πι,πι! πι,πι! Η φωνή εκείνη ήτο ανεξήγητος.

Αλλ' όταν ο Παπα-Νικόλας με την φωνήν του την μεγάλην, πανηγυρικήν ως σάλπισμα εβραϊκής νεομηνίας, ήρχισε να κραυγάζη επάνωτα μεσάνυκτα «Ευλογημένη η βασιλεία. . .», τρακ! ακούεται υπόκωφος, σατανικός κρότος, και ανοίγει έν παράθυρον προς τ' αριστερά, έν μικρόν παράθυρον μ' έν παραθυρόφυλλον μόνον, ως άνθρωπος μ' ένα μάτι.

Το Μέγα Σάββατον δε, μικρόν μετά τα μεσάνυκτα, η μήτηρ εξύπνησε τον Ευαγγελινόν και την Μόρφω, κ' ενώ εσήμαιναν διά μακρών οι κώδωνες, επήγαν εις την εκκλησίαν, όπου εψάλη το «ω γλυκύ μοι έαρ» και άλλα ακόμη παθητικά άσματα.

Οι νησιώται τεθλιμμένοι βεβαίως διελύθησαν έκαστος μεταβάς εις τον οίκον του ν' αναπαυθή, ίνα γερθή μετά τα μεσάνυκτα εις την χαρμόσυνον ακολουθίαν των Χριστουγέννων. Ούτε το σύνηθες άσμα ηκούσθη επί πολύ ένεκα του υπερβολικού ψύχους, διότι τα παιδία, άτινα συνήθως εν ομίλοις περιέρχονται τας οικίας, δεν ετόλμων να εξέλθωσι.

Τότε χαίρομαι, είπεν· ο σκύλος ας γαυγίζη για τη βάρκα του, κ' εμένα ας με γυρεύουνε στο σπίτι..... Ο νέος έλαβε το θάρρος να ερωτήση·Πού ήτον ο κυρ-Μοναχάκης, που κατέβηκες απ' το σπίτι; Η Λιαλιώ απήντησεν·Όλο στον καφενέ περνάει την ώρα του.....Ως τα μεσάνυκτα δεν ξεκολλάει... Εμένα μ' αφήνει πάντα μοναχή μου... Κ' εφαίνετο ετοίμη να κλαύση.

ΒΑΓΚΟΣ Και τώρα βασιλεύει μεσάνυκτα. ΦΛΗΝΣ Αργότερα μου φαίνεται ότ' είναι. ΒΑΓΚΟΣ αφοπλιζόμενος. Να το σπαθί μου· πάρε το. — Ο ουρανός απόψε δεν εξοδεύεται. Σβυστοί οι λύχνοι του είν' όλοι. — Πάρε και τούτο. — Μ' έρχεται ο ύπνος 'σαν μολύβι και όμως ν' αποκοιμηθώ δεν ήθελα. Ω Θείαι Δυνάμεις, διώξετ' από 'μέ τους στοχασμούς τους μαύρους που κυριεύουν την ψυχήντου ύπνου την γαλήνην!

Τέτοιαν ώρα να σου ανοίξω εγώ πόρτα; Μην τα έχεις χαμένα; — Θα μου ανοίξης, είπεν ισχυρογνωμόνως ο ψευδής Μάχτος. — Εγώ; Μην είσαι τρελλός; Και πού θα πας; — Φέρε τα κλειδιά, γέρο, και μη μου κάνης το δύσκολο. — Εγώ κλειδιά; Τέτοιαν ώραν μεσάνυκτα! — Εχάθης, σ' εσκότωσα, δος μου τα κλειδιά γρήγορα. Αν φωνάξης, σε πνίγω.

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ Νους μαύρος, χέρι δεξιό, χυλός εχθρόςτην ζήσι, βοηθός η ώρα και οφθαλμός κανείς να μαρτυρήση· φρικτό μίγμ' από βότανα μεσάνυκτα κομμένα, με της Εκάτης τρεις φοραίς το χνώτο μολυσμένα, με το μιαρό σου ιδίωμα, με την κρυφήν μαγείαν, τον ύγιον τόπον της ζωής πάτησ' ευθύς με βίαν. ΑΜΛΕΤΟΣ Τον φαρμακόνει εις τον κήπον του διά να του πάρη το βασίλειο.

Δεν είχα τίποτε να πλύνωούτε την ελαχίστην οιανδήποτε κηλίδα, ούτε το ελάχιστον σημείον αίματος. Προς τούτο έλαβα όλα τα μέτρα μου. Το παν εξηφανίσθη μέσα εις ένα πακέτο, α! α! Όταν το έργον αυτό ετελείωσεν, ήταν τέσσαρες πρωί και έκαμνε τόσον σκοτάδι όσον και τα μεσάνυκτα. Όταν το ωρολόγι εκτυπούσεν αυτήν την ώραν, ένα κτύπημα αντήχησεν εις την πόρταν του δρόμου.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν