Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Κυρία, είπε ο Αγαθούλης, θ' απαντήσω, όπως σας αρέσει. — Το πάθος σας γι' αυτήν άρχισε, όταν εσηκώσατε από χάμου το μαντήλι της· επιθυμώ να μου σηκώσετε την καλτσοδέττα. — Μ' όλη μου την καρδιά, είπε ο Αγαθούλης. Και τήνε σήκωσε. — Αλλ' επιθυμώ να μου την ξαναβάλετε στην θέση της, είπε η κυρία. Κι' ο Αγαθούλης την ξανάβαλε. — Βλέπετε, είπε η κυρία, είστε ξένος!

Το λεωφορείο σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Οι επιβάτες γύρισαν με περιέργεια και κύτταξαν τη γυναίκα που έμπαινε. Ήταν ντυμένη κατάμαυρα και φορούσε ένα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Από κάτω απ' το μαντήλι ξεχείλιζαν να ξανθά της μαλλιά και το πρόσωπό της ήτανε μικρούτσικο σαν παιδιακίσιο, παραπονεμένο κι' όμορφο. Η γυναίκα κάθησε σε μια γωνιά με τα μάτια σκυμμένα κάτω.

Σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε πέρα, κατά το τρισέκι που είχε χαθή ο γέρος με τη μαγκούρα κρεμασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι στο άλλο. — Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια!... — Αφέντη, σε γυρεύουν, Σηκώθηκα και άνοιξα. — Ποιος; — Ένας κύριος και καλά θέλει να σε ιδή. Άρχισα να ντύνομαι βιαστικά.

Κοντά του πήδησε ένα κοριτσάκι δώδεκα, δεκατριών χρόνων μεστωμένο, σαρκωμένο, με κόκκινα μάγουλα, μ' όμορφη ίσια μύτη, με μεγάλα καστανά μάτια, με δυο πλεξίδες καστανές μισοτυλιγμένες σ' άσπρο μαντήλι, μ' ένα κοντό φορεματάκι σκούρο, μ' άσπρες κάλτσες και μαύρα χοντροκαμωμένα σκαρπίνια. Πέρασε μπροστά μας χωρίς να μας κοιτάξη, ψηλή κι ακατάδεχτη, περήφανη σα βασιλοπούλα, με πρόστυχη πόζα.

Συγγνώμην .. συγγνώμην... φαίνεται πως σας χτύπησα· είπε ο Περαχώρας. — Μπα, καθόλου .. . Και για να κρύψη τον πόνο του, άρχισε τα γέλοια και τους μορφασμούς σαν παλιάτσος. Σύγκαιρα τον πήραν τα αίματα κ' έφερε το μαντήλι στη μύτη του. — Ω! σας μάτωσα λοιπόν! είπε με θλίψη ο Περαχώρας, προσπαθώντας να κατεβή από τ' άλογο. Μα τι αδέξιος καβαλλάρης που είμαι!

Ένας ψηλός υ π ε ν ω μ ο τ ά ρ χ η ς έ φ ι π π ο ς με την σπάθα του συρμένη, με τα σπιρούνια του λαμποκοπώντας, με το ψηλό τ' ανάστημα και τα λαιμό δεμένο κουτσαβάκικα μ' ένα μαντήλι, μαζί με δυο χωροφύλακας, και οι τρεις της κ α τ α δ ι ώ ξ ε ω ς μπήκαν ξαφνικά στο μαχαλά με το σουρούπωμα, χωρίς να τους πάρη κανείς μυρουδιά. Στα Γύφτικα πολλοί είνε οι άεργοι, πολλοί είνε οι φυγόδικοι.

Ο πρώτος ξαναείπε: — Το μαύρο μαντήλι την κάνει ομορφότερη.... Ο δεύτερος αναστέναξε. Οι δυο μαζή γύρισαν και την κύτταξαν με γλυκά μάτια. Ο πρώτος ήταν ξανθός, με μεγάλα μουστάκια και γαλανά μάτια. Ο δεύτερος μελαχροινός, χλωμός, με λίγο μαύρο χνούδι απάνω απ' το χείλι του. Η γυναίκα σήκωσε τα μάτια της και τους κύτταξε, σαν να κατάλαβε πως μιλούσαν γι' αυτήν.

Κι’ εμπρός του τον Πολιτισμό δειλά γονατισμένο, Να σκύβη το κεφάλι του και να τον προσκυνάη. Κι’ εκεί οπού αργοτέλειονε τ’ ωριόπλουμο μαντήλι, Όλη τη γνώση βάνοντας κι’ όλη την εξυπνάδα, Να σου και μπαίνει ο Κωσταντής, αρματοφορεμένος, Με τη χαρά στο πρόσωπο, γλυκά ζωγραφισμένη, Και την αγάπη στην καρδιά, σα ριζωμένο δέντρο : — Καλή σου μέρα.

Έβαλε εκεί το ποδήλατό του και άρχισε να λύνει την βαλίτσα χτυπώντας την με ένα μαντήλι για αν διώξει τη σκόνη. Η Νοέμι σκεφτόταν: «Πρέπει να φωνάξω την θεια-Ποτόι, να την στείλω στον Έφις…. Πώς να κάνω μόνη μου; Α, εκείνες ήξεραν ότι θα ερχόταν και με άφησαν μόνη…

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν