United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο γέρων πνευματικός, παρών εκεί, την ενεκαρδίωνε· και όταν κατόπιν συνήλθον ομού πάντες οι ταξειδιώται και περιεκύκλωσαν την γραίαν καπετάνισσαν, τα δύο εγγονάκια της, ροδοκόκκινα και ξανθά, μετ' απορίας παρετήρουν κ' εξήταζον τον κατάμαυρον και ασυνήθη της μάμμης ιματισμόν, σύροντα περιέργως τας άκρας της μαύρης μανδήλας της· και ότε η νύμφη της η εγγλέζα, διά νευμάτων, αγνοούσα την γλώσσαν, την περιέθαλπε την πολύπαθη πενθεράν, τόσον θερμώς και τόσον εκφραστικώς, ως εάν ωμίλει την γλώσσαν της και καλλίτερα μάλιστα· και όταν ο υιός της, ο καπετάν- Γιαννάκης, ένδακρυς ανελογίζετο το πολυτάραχον παρελθόν κ' εν γένει, όταν η γραία Καπετάνισσα ανέκτησεν όλον το θάρρος της και την γαλήνην της ψυχής της, και ήρχισε ν' αναπολή και να διηγήται περί του μακαρίτου καπετάν-Τσούρμα του Παπαργυρού, και περί του οικτρού αυτού τέλους με βαθύτατον της καρδίας της πόνον, ώστε να κλαύσουν όλοι, ο γέρων πνευματικός, κατακόκκινος πάντοτε, από την κούρασιντις οίδενδεικνύων και την ωραίαν σκούναν, η οποία μακρά, με χρυσά κορζέτα, αλλά χωρίς άσπρο μπούρδο, κατάμαυρος πλέον, εκαμάρωνεν εγγύς του μεγάρου, ενώ το κύμα προσκρούον ηρέμα εις τα μαύρα πλευρά της απετέλει ελαφρόν ψόφον ως θρήνου ηχώ μακρυνήν, πλην ηδέος θρήνου, ξεκουράζοντος θρήνου, είπεν ιεροπρεπώς: — Μόνον όποιος πεθάνη, δεν γυρίζει 'πίσω, κυρά-Καπετάνισσα.

Έβγαιναν, μάνα και κόρη, έξω στο επάνω το λιακωτό τους, το παλαιόν και ετοιμόρροπον, η γραία Κακαβάραινα κ' η κόρη της το Μελαγχρώ, μεσημέρι και βράδυ και μεσάνυχτα, κ' έλυναν τα κλώνια της μανδήλας τους, κ' εξεσκουφώνοντο, κ' ετραβούσαν τα μαλλιά τους, και κατηρώντο «να πέση ξεπατωμός» στην γειτονιά. Κ' έβγαζαν της καθεμιάς και το παραγκώμι της. Είχον πλούσιον ονοματολόγιον.

Της ήλθεν η ιδέα να πάρη το κομπόδεμα όλον, αυτούσιον μαζί με την λωρίδα της παλαιάς μανδήλας της μητρός της, αλλ' εφοβήθη· έλαβε μόνον οκτώ ή εννέα τάλληρα, καταρχάςτόσα, όσα εφαντάζετο ότι η απουσία των δεν θα επέφερε μεγάλην διαφοράν εις τον όγκον και δεν θα ήτο αμέσως επαισθητή, είτα έκαμε να το δέση· ακολούθως πάλιν το ήνοιξε, έλαβεν άλλα πέντε ή έξ, το όλον δεκαπέντε.

Και ο ιστάμενος θεατής ευφραίνετο βλέπων πρόσωπα απαλά εξ ενός και χρυσάς κορυφάς εξ άλλου υπό την διαύγειαν λεπτοτάτης μεταξοϋφάντου μανδήλας, και εν γένει κομψά και θελκτικά κορμιά ερασμίων γυναικών, εν θρησκευτική προσοχή περιφερομένων κύκλω συνεκδοχικώς. Σεμνόν θέαμα!

Και ετέθησαν λοιπόν και τότε αι κακαί γλώσσαι εις κίνησιν, όταν έβλεπον τας δύο ορφανάς παιδίσκας να διέρχωνται την αγοράν και κρατούμεναι εκ της χειρός να μεταβαίνωσιν εις το σχολείον με τας μαύρας μανδήλας των και τα μαύρα φουστανάκια των, με πρόσωπα κατακίτρινα εκ του πένθους της ορφανίας. Και έλεγον: — Τώρα και η θειά-Ζωίτσα, η ψωροπερίφανη! Γράμματα μ' θέλει!

Ο δε καπετάν-Θοδωρής κάτω εις το ρεύμα εκάθητοείχον γευματίσει πλέονσυνομιλών μετά των θυγατέρων του, αίτινες ένεκα του καύσωνος αποβαλούσαι τας λευκάς των μανδήλας και τα φουστάνια, εκρέμασαν αυτά από των πλατάνων κ' ενόμιζες τέσσαρες άλλαι γυναίκες κρέμανται κατά σειράν.

Οι λόφοι κύκλω, τα βουνά ομοίως, πάλλευκα και ακίνητα και μόνον εδώ κ' εκεί πενθίμως η λευκότης διεκόπτετο υπό μαύρων σκιών, των υψηλών δένδρων, άτινα σειόμενα υπό του ανέμου απέρριπτον από τους κλώνους των την χιόνα, κ' εμαύριζαν μέσα εις την τόσην λευκότητα τα πράσινα φύλλα των, ως κλαδιά μεγάλα, στολίσματα πένθιμα λευκής μανδήλας, υπό την οποίαν εσίγησαν παγέντα τα ποικίλα κελαδήματα των πτηνών και ο ηδύς ψίθυρος των πυκνών θάμνων.

Συνήχθησαν μετ' ολίγον αρκεταί γυναίκες του χωρίου έντρομοι, με τας μανδήλας λυτάς, τυλιγμέναιτα σάλια, — πρωτοβρόχια Σεπτεμβρίου και ήτο υγρασία μεγάλη και ψύχρα εις την υγράν πολίχνηνβαστάζουσαι μπουκαλάκια με λάδι, βαστάζουσαι θυμιάματα και λαμπάδας. Η γρηά Μυρώδαινα είχε πέντε υιούς, όλους μπαρκαρισμένους. Έσπευσε με πέντε κεράκια να τ' ανάψητην Παναγία την Λημνιά.

Εκεί βλέπει εμπρός του, προπορευόμενος εκατόν βήματα αυτού δύο μαύρας σκιάς, να βαδίζουν κατ' ευθείαν προς το κοιμητήριον. Ήσαν δύο γυναίκες, η μία προφανώς μαυροφόρα, η άλλη με το χρώμα της νυκτός, εις το οποίον συνεχέετο το αόριστον χρώμα της μανδήλας της. Ο Γιάννης δεν τας ανεγνώρισεν.

Αι νεάνιδες ιδούσαι κοντοσταθέντας τους νέους, ετάχυναν το βήμα περισσότερον, επί του ατάκτου λιθοστρώτου αργά βαίνουσαι και κατεβίβασαν προς τους οφθαλμούς αιδημόνως τας λευκάς μανδήλας των. Πλην οι τέσσαρες νέοι επρόλαβον και είδον την ξανθήν των καλλονήν και τον άφθονον πλούτον των νεανικών χαρισμάτων.