Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Μόνο που το συλλογιζόμουνα και τρέμαν τα φυλλοκάρδια μου. Και σα γύριζε καμμιά και με γλυκοκύτταζε, ανάμεσα στα περιστέρια, μαρμάρωνα στα πόδια μου: Ανοίξανε τα ουράνια! καπετάν Λαλεχό! έλεγα μέσα μου... Χαμένες κουβέντες. Τι να πης να περάση η ώρα!... Και άφινε πάλι τις τρίχες του μουστακιού του ο καπετάν Λαλεχός κι' άρχιζε να στρήβη τις αλογότριχες. Η Ουρανίτσα άκουγε και δεν άκουγε.
Θαρρεί στον ύπνο της, πως μ' έχει αρπάξει από τα γένεια και με τινάζει, γιατί τις μιλάω για τα περιστέρια της Βενετιάς». Ο καπετάν Λαλεχός ταξίδευε κι' αυτός, καθώς έστρηβε τις αλογότριχες. Όλο και στα κανάλια της Βενετιάς βρισκότανε, όλο και την πλατέα του Σαν- Μάρκου έβλεπε μπροστά του. Όλο και περιστέρια πετούσαν γύρω του και τα τάιζαν οι Βενετσάνες στα κάτασπρα χεράκια τους.
Η γρηά ξεφώνιζε: — Ακούς εκεί νοικοκυρά γυναίκα να με πη στρίγγλα! Ο μπεκρούλιακας! Κ' έκλαιγε σαν το μωρό παιδί. — Σα δε συμμαζώνης τη γλώσσα σου; είπε πάλι, πιο μαζεμμένος τώρα, ο Μαθιός. Άνθρωπος είμαι κ' εγώ. Αίμα έχω στις φλέβες μου. Ο Καπετάν Λαλεχός στάθηκε μια στιγμή, ως που να καταλάβη τι γίνεται, ακουμπώντας στη μαγκούρα του. Οι γυναίκες τριγύρω μουρμούριζαν από τα παράθυρα.
Δεν έβγαλε τσιμουδιά κάμποση ώρα. Μα δεν μπορούσε να βαστάξη. — Κινδύνεψες καμμιά φορά, πατέρα, στη θάλασσα; είπε ξερά-ξερά. Ο καπετάν Λαλεχος βαρειότανε αυτές τις κουβέντες. « Η θάλασσα αυτά έχει. Σαν είσαι θαλασσινός αυτά περιμένεις. Φουρτούνες και μπουνάτσες για τους θαλασσινούς είνε». — Τι τα θέλεις αυτά, παιδί μου, είπε σε λίγο μ' ένα πλατύ χασμουρητό. Άνθρωπος είσαι, κάθε στιγμή κινδυνεύεις.
Γατιά είνε μαθές να πνιγούν; Ένα γράμμα ήρθε με καιρό: «...Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω περί το αίσιον της υγείας σας και δεύτερον αν ερωτάτε και δι' εμέ καλώς υγιαίνω». Τίποτε για ταξίδια και για φουρτούνες. Καλό ταξίδι, κακό ταξίδι ένα πράγμα είνε για τους ναυτικούς. Άμα πατήσουν τη στερηά τα ξεχνάνε όλα. — Τους τα λέω μα δεν καταλαβαίνουν, έλεγε θυμωμένος ο Καπετάν Λαλεχός. Γυναικεία μυαλά.
Τα παιδιά της γειτονιάς είχαν μαζευτή ολόγυρα. Οι γειτόνισσες βγήκαν στις πόρτες και στα παράθυρα. Μεγάλο σούσουρο γινότανε. Η γρηά ξεφώνιζε σαν τρελλή. Η Ουρανίτσα ήτανε σαν το φλουρί, τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Να σου και φάνηκε από το καντούνι ο Καπετάν Λαλεχός. Σαν τον είδε η γρηά άρχισε τα κλάματα, ταναφυλλητά. — Τι τρέχει; Τι γίνεται εδώ πέρα; Τι είνε τούτο το κακό;
Στερηά και θάλασσα ένα πράμα είνε. Κ' η στερηά χειρότερη απ' τη θάλασσα. Η Ουρανίτσα δεν ξαναμίλησε. Σηκώθηκε πεισματικά κ' έφυγε χωρίς να πη καληνύχτα. Ο γέρος ούτε πήρε χαμπάρι. Του φάνηκε πως τον καληνύχτησε. — Καληνύχτα! Σύρε να ησυχάσης. Εγώ κάθομαι και μοναχός μου. Μη σκοτίζεσαι για μένα. Ο Γιαννιός δεν πνίγηκε και σ' αυτό το ταξίδι. — Έτσι πνίγονται οι άνθρωποι; έλεγε ο καπετάν Λαλεχός.
Ο καπετάν Λαλεχός, ο πατέρας της, δεν καταλάβαινε από γυναίκειους καϋμούς. — Αμ' σπίτι είνε αυτό, για καράβι; μουρμούρισε. Τέτοιες φουρτούνες ούτε στο πέλαγο τις απάντησα, πενήντα χρόνων καπετάνιος. Καλοτάξιδο όμως. Με όλους τους καιρούς ταξιδεύει. Πάντα πρίμα, δόξα νάχη ο Θεός. Κ' έστρηβε ο καπετάν Λαλεχός τις αλογότριχες κ' έβγαιναν οργιές- οργιές οι πετονιές.
Η γρηά ρουχάλιζε δίπλα, στα ρούχα. «Άλλη σοροκάδα», όπως έλεγε ο γέρος. Ο νους της Ουρανίτσας ταξίδευε. Όλοι ταξίδευαν εκεί μέσα. Η γρηά με τη σοροκάδα, ταξίδευε κι' αυτή στον ύπνο της. Κάποτε κάποτε βογγούσε και τιναζότανε στο στρώμα. «Μ' εμένα τάχει, έλεγε ο καπετάν Λαλεχός, η μάννα σου.
Κόντεψε να με χάση εκείνο τον καιρό η μάννα σου. Δεν τη ρωτάς να σου πη; Και σήκωνε ο καπετάν Λαλεχός τα μάτια του ψηλά στα κάδρα, στρήβοντας το άσπρο του μουστάκι με τα χονδρά χέρια, σαν νάστρηβε τις αλογότριχες της πετονιάς. — Ξενητειά! Μαύρη και σκοτεινή, μα έχει και τα καλά της, ρε παιδί. Καλά και καλά. Η πλατέα του Σαν-Μάρκου σου λέει ο άλλος! Θαρρώ πως είνε αυτή η ώρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν