United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ερωτώ έκπληκτος: — Και ποίος ήτον ο Διαβάτης εκείνος, ο τόσον λαμπρός, όστις υπερέβαλε σε, τον βασιλέα του άσματος και της χαράς;

Εκεί οι εκλογείς ήκουον «τον κρυφό λόγο», εφωδιάζοντο με δύο ή τρία «φυσέκια» και εξήρχοντο διά της άλλης θύρας, όπου ο Λάμπρος ο Βατούλας τους προέπεμπεν επιτηρών αυτούς, διά να βλέπη αν θα μετέβαινον κατ' ευθείαν εις τον τόπον της εκλογής.

Είναι τιμή για την Ελλάδα που βγήκαν τόσοι σοφοί να βρουν και να τυπώσουν τα μεσαιωνικά μας μνημεία. Ταιριάζει ναναφέρουμε τόνομα του μεγάλου μου και περίφημου φίλου και δασκάλου Κ. Σάθα. Ο κ. Σ. Λάμπρος, με πολλή ακρίβεια και κριτική μέθοδο, μας έδωσε κάμποσα βυζαντινά ποιήματα σε μια συλλογή που είναι δόξα και για τον εγδότη τον ίδιο και για τη γραικική επιστήμη.

Φώναξε πάλι σ' ολίγο ο Φώτος. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Είπε ο Λάμπρος, πηδώντας από τον τόπο του, σαν τώρα να το πρωτάκουσε, σα να μη το 'χε ακούσει από την πόρτα ακόμα. Η μάνα δεν εμίλησε μηδέ τώρα, κατέβασε μοναχά τα φρύδια. Ο Λάμπρος κράταε ακόμα το ρώτημά του. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Και πώς έκαμες, μπρε παιδί μου;

Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του κάθονταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί. Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη.

Φανάρια εμείς δεν είχαμε καθόλου. Αλλά φως ακοίμητο το φως των καντηλιών μας, που δεν είχε σωθή το λάδι τους στου Χάρου τα παλάτια, εσυνάχτηκε νομίζεις ήλιος λαμπρός στα μάτια του σκύλου μας, και στην αγριοφωνάρα του, που δεν έπαυε αντηχώντας δυνατώτερη από το ρέκασμα του κυμάτου και του ανέμου τον βόγγο.

Μόλις είχεν εξέλθει ούτος, κ' επαρουσιάσθη ο Λάμπρος ο Βατούλας. Εκάλεσε και ούτος τον μπάρμπα-Γιώργην τον Απίκραντον και τον Δημήτρην τον Ζάβαλον, και ήρχισε να τους ομιλή. Αλλά μετά πολλάς προσπαθείας απήλθεν άπρακτος. Ο μπαρμπα-Γιώργης επανελθών προς τους ιδικούς του, ανεκοίνωσεν αυτοίς τας προτάσεις αμφοτέρων των ψηφοκαπήλων.

Όταν δε μίαν φοράν κάποιος Ρωμαίος, γέρων και σωματώδης, επεδείκνυε προς αυτόν την δεξιότητα του εις τους ξιφισμούς, κτυπών διά του ξίφους εις πάσσαλον, και τον ηρώτα πώς του εφαίνετο ως ξιφομάχος, Λαμπρός, του είπε, αν έχης ξύλινον ανταγωνιστήν.

Κι' αυτός ανεβασμένος στο σπίτι για να πιή το ρακί ύστερ' από τ' ολόβολο μεροδούλι του, ακούμπησε στο παραθύρι για λίγο, και κυττάζοντας από κει τα βουνά απάνου ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάστηκε αγάλια αγάλια. Ξάφνου γροικάει στην αυλή φωνή. — Μάνα, . . . πούνε ο Λάμπρος; Ήτον η φωνή του παιδιού του, μισοκομένη φωνή, βγαλμένη απ' τ' αλαφιασμένα στήθια. — Τ' έπαθες μωρέ Φώτο;

Ο παππάς που μας εστεφάνωσε άκουσα να λέη την ώρα που διάβαζε τον Απόστολο, πριν ειπή το Βαγγέλιο, πως «η γυνή πρέπει να φοβήται τον άνδρα». Ο Λάμπρος ο Βατούλας, μειδιών ίσως διά να δώση αφορμήν ειρηνεύσεως εις τα δύο πρόσωπα της σκηνής, τρέπων το θέμα επί το αστειότερον, είπε·Μα ξέρεις, κουμπάρε, τί την δασκαλεύει τη νύφη, η μάννα της; — Τι;