Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
« Απέθανα κ' ήλιος λαμπρός «'Στήν Ήπειρο προβαίνει, «'Σκορπίσθηκε το σύγνεφο, » Ελάμψανε τ' αθέρια, » Και το φεγγάρι 'πρόβαλε » Γελούμενο, τ' αστέρια » Εβγήκαν, άμα 'πώθανεν » Ο υιός του Τεπελένι.»
Ακούεται κ' η φωνή της μάνας, οπώδενε τ' άλογο στον ταβλά. Και σύνωρα, πατήματα βιαστικά ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του απάνου σπιτιού. Ο Λάμπρος χάνει με μιας όλες τες προτερινές σκέψες του, τραβιέται αλλαξοπρόσωπος από το παραθύρι και πάει κατά την πόρτα. Μες το πρώτο σκαλοπάτι απαντάει το γιο του ανεβασμένον.
Δεν ωμοίαζε με καμπόσους άλλους «όνομα και μη χωριό». Και ο Λάμπρος δεν είχεν αμφιβολίαν ότι, αυτήν την φοράν, ο μπαρμπα-Διοματάρης θα έδιδεν αποκλειστικήν την ψήφον του εις τον Αλικιάδην. Αυτά τα είπεν εντέχνως ο Λάμπρος, ελπίζων να εύρη τον σφυγμόν του γέροντος ναυτικού.
Είναι λαμπρός άνθρωπος, καλέ Τερψίων, αφού και αυτήν την φοράν ήκουσα να τον εγκωμιάζουν μερικοί διά την μάχην. Τερψίων. Αυτό δεν είναι διόλου παράδοξον, αλλά θα ήτο πλέον παράδοξον, αν δεν ήτο τοιούτος. Πώς όμως δεν κατέλυσε εδώ εις τα Μέγαρα; Ευκλείδης. Εβιάζετο διά την πατρίδα. Άλλως τε και εγώ πολύ τον παρεκάλεσα και τον συνεβούλευσα, αλλά αυτός δεν ήθελε.
Οι πλείστοι είτε διότι είχαν επισκεφθή ήδη και το άλλο πρακτορείον, είτε διότι δεν τους επέτρεπεν η συνείδησίς των να λάβωσι και από τα δύο μέρη «κουκουλόσπορο», επήγαιναν κατ' ευθείαν· μερικοί όμως, ενώ εκαμώνοντο ότι επερίμεναν να εύρουν σειράν διά να εισέλθουν, με τρόπον «το έστριβαν». Τότε ο Λάμπρος ο Βατούλας προσεποιείτο γενναιοτέραν αγανάκτησιν παρ' όσην πράγματι ησθάνετο.
Είχε αγριεμένα τα μαλλιά, δίχως σκούφια, φλογισμένα τα μάτια, πρόσωπο ιδρωμένο κατάμαυρο από τον κορνιαχτό. Και κράταε στα χέρια του ένα τουφέκι μαρτίνι και μιαν αρμάθα φουσέκια. — Τ' έπαθες, μωρέ Φώτο; Το ρώτησε κι ο Λάμπρος. — Σκότωσα! . . σκότωσα το Μπεϊλούλαγα, Λάμπρο! Είπε βροντερά κι άφοβα το δεκαοχτώχρονο παλληκάρι, κ' εμπήκε μ' ορμή μες το σπίτι.
Ο μεν Λάμπρος εσκέπτετο ότι ο Μανώλης, τελευταίος ελθών, ήτο αδιάκριτος, και επομένως ώφειλε να τους αφήση ησύχους να τελειώσουν την συνδιάλεξιν ην είχον ή υπετίθετο ότι είχον μετά του οικοδεσπότου, ο δε Μανώλης εφρόνει ότι, αφού ήλθε τελευταίος, τελευταίος έπρεπε και να απέλθη. Τέλος ο Λάμπρος εσκέφθη ότι η σκηνή αύτη έπρεπε να λάβη πέρας, και όπως ευπροσώπως εξέλθη εκ της δυσχερούς θέσεως·
Υπό την αχλύν δε της απαιδευσίας σκότος και αθυμία περιεκάλυψαν άπασαν την Ελληνικήν φυλήν. Αλλ' ο ήλιος, όστις ήδη έδυσεν, επρόσθεσεν ο γέρων, λαμπρός πάλιν θέλει ανατείλει αύριον, διά να φωτίση και ζωογονήση και ημάς και όλην την φύσιν.
Τότε ο Πεισίστρατος 'ς αυτόν αντείπε ο Νεστορίδης• «Τηλέμαχε, δεν γίνεται, και αν το ταξείδι βιάζει, νύκτα να ταξειδεύουμε• και ογλήγορα θα φέξη• 50 αλλά να μείνης ως οπού 'ς τ' αμάξι να σου βάλη τα δώρα ο λαμπρός ήρωας Μενέλαος Ατρείδης, και με λόγια γλυκύτατα να σ' αποχαιρετήση• τι απ' όσους τον φιλοξενούν, επί ζωής του ο ξένος κείνον θυμάται όπ' έδειξεν εγκάρδια την αγάπη». 55
Πήγαινε εις τον Παράδεισον· Μία δάφνη εκεί βλαστάνει· Άγγελος την φυλάττει Λαμπρός, και την ποτίζει Ψάλλων τοιαύτα. «Αύξανε διά τον θρίαμβον, «Διά την αγάπην αύξανε «Ελευθερίας, πατρίδος· «Διά πάντοτε ακεραύνωτος «Βλάστανε ω δάφνη. » Ζήτει τα θαλερώτερα Πλέον άφθαρτα κλωνάρια· Μ' αυτά πλέξε τα στέμματα, Και πρόσθεσε ακόμα Δυο ειδών ρόδα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν