Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Αι! φίλτατε, είπεν ο Σωκράτης, τι έχεις εις τον νουν σου; θα μ' επαινέσης επί το ειρωνικώτερον, ή τι σκοπεύεις να κάμης; — Θα ειπώ την αλήθειαν. Κύτταξε μόνον αν συναινής. — Αλλά διά την αλήθειαν όχι μόνον δεν έχω αντίρρησιν, αλλά και θέλω. — Αρχίζω αμέσως λοιπόν, είπεν ο Αλκιβιάδης. Συ δε κάμε όπως θα σου ειπώ.

Ο Ρένας τον κύτταξε για να δει αν θα μπορούσε να τον καταλάβει και στα πιο απλά πράματα, και τον ρώτησε: — Θέλεις τίποτα; — Ναι. Πάμε κατά την κουζίνα. Την πληρωμή την τελειώσαμε χέρι- χέρι... Αμ τι νόμιζες!. Τώρα θα βαρέσει και το συσσίτιο. Τραβήξανε κατά την κουζίνα των ναυτών.

Η Ιζόλδη πήρε ένα από τα δυο τόξα το εφάρμοσε, κύτταξε αν η χορδή ήτανε καλή, και με σιγανή και γρήγορη φωνή: « — Βλέπω κάτι που δε μ' αρέσει, είπε. Σημάδεψε καλά ΤριστάνεΠήρε την κατάλληλη στάσι, σήκωσε το κεφάλι και είδε ψηλά στην κουρτίνα τη σκιά του κεφαλιού του Γκοντοΐν. «Ο Θεός να οδήγηση καλά αυτό το τόξο». Είπε, γυρίζει κατά το τείχος, ρίχνει.

Όχι δεν έρχομαι, παιδιά μου· ώρα καλή. — Καλό βράδυ. — Κύτταξε να μου φυλάξης το γρέκι! είπεν η Μπήλιω αστειευομένη. Ο Δημήτρης ήτο καθ' όλην την ημέραν ανήσυχος. Τον εβασάνιζεν η ιδέα ότι οι βλάχοι εις την κωμόπολιν ήτο αδύνατον να μη μάθουν τον αφόρισμόν του και άλλα ακόμη εξωγκωμένα.

Δεν αισθάνεσθε ότι απατάτε τον εαυτό σας, ότι καταστρέφεστε εκούσια; Γιατί λοιπόν, Βέρθερε, εμέ ίσια ίσια; εμένα που ανήκω σ' άλλον; ακριβώς εμένα; Φοβούμαι, φοβούμαι πολύ πως μόνο το αδύνατο του να με αποκτήσετε σας κάνει να με επιθυμήτε με τόση ορμή. — Έβγαλε ο Βέρθερος το χέρι του από το δικό της και την κύτταξε με ένα μάτι απλανές και δυσαρεστημένο. — Σοφά! πολύ σοφά! εφώναξε.

Κύτταξε καλά, Θανάση, έγρυξεν ο αρχηγός εν μέσω της ερημίας αποτεινόμενος προς τον νεώτερον των συντρόφων. Μη μου πης ότι φοβήθηκες της Νεράιδες. Ντροπή! Σ' το Καραντελή θάμαξα την παλληκαριά σου. Και γι' αυτό δεν θα σ' αφήσω πλειο από κοντά μου. Βλέπω και κοντοστέκεσαι. — Καπετάνιο, ξέρεις το ελάττωμά μου, απήντησε μετά δειλίας ο Θανάσης.

Καθώς του ήλθεν η ιδέα να φύγη κ' έτρεξε ν' ανοίξη την κλαβανήν, επειδή ενόησε πλέον ότι οι χωροφύλακες ανέβαινον εις το πάτωμα, μη έχων καιρόν να επανέλθη προς το μέρος της θύρας, διά να κύψη και αναλάβη την μάχαιραν, έτοιμος να πηδήση κάτω, εφώναξε προς την αδελφήν του·Το «χαμπέρ», μωρή! . . . Κύτταξε να κρύψης κείνο το «χαμπέρι»!

Κι' όταν ο κόσμος τραβήχτηκε, και τα λειανοπαίδια πήραν τα καλούδια τους, που τους είταν ταγμένα τόσες φορές κι' έμειναν μάννα και παιδί μοναχοί τους, τότε η κάκω η Μήτραινα κύτταξε καλά-καλά το Γιάννη της, και βλέποντας λίγες άσπρες τρίχες στα μουστάκια του, και στα μαλλιά του, του είπε με κάποιον μελαχολικόν τόνο: — Άρχισες να γηράζης, παιδάκι μ', κακό που μ' ηύρε! — Αμ τι δα!

Έβγαλε το μαντήλι και σκούπισε τα μάτια του. — Ο Θεός να μας λυπηθή να μας αναπάψη. Στον καφενέ, αμίλητοι όλοι, είχαν καρφώσει τα μάτια τους απάνω στον Μπαρμπα-Νικόλα και τον κύτταζαν. Βουρκωμένα τα μάτια ολωνών. Καθένας συλλογιζότανε τα δικά του τα χάλια. Το σκοτάδι άρχισε να πέφτη από τον ουρανό. Ο ξένος γύρισε και κύτταξε ολοτρόγυρα.

Ο έφορος, ξένος άνθρωπος, νεοφερμένος στον τόπο, δεν καταλάβαινε καλά-καλά τι ήθελε να πη ο Μπαρμπα-Νικόλας. Στην αρχή μάλιστα, σαν έμπηξε τις φωνές και χτυπούσε τα χέρια του στο τραπέζι και γούρλωνε τα μάτια του, τον πήρε για τρελλό. Γύρισε μια και κύτταξε ολοτρόγυρα τους άλλους.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν