Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Βασταγμέναι και βασταγμέναι. Δεν ηξεύρω μα την αλήθειαν, αυθέντα, πού θα πάη αυτή η ιστορία. — Τι θέλεις να το ηξεύρης; ηρώτησεν απαθώς ο οικοδεσπότης, και τα χονδρά του χείλη εμόρφασαν παραδόξως. — Λέμε δα, αυθέντη, να ξεύρωμε και 'μείς κάπως πού πατούμε . . . . — Αφού δεν πατείς διά λογαριασμό σου, τι σε μέλει; Αύριο κύτταξε να μου κάμης όσας ημπορέσης . . . — Με τα σαράντα; αδύνατον.

Μα, μη το κρύβης από μένα. Τώρα που με κύτταξε, τα μάτια της ήταν υγρότατα και στην υγρότη τους μέσα ξάνοιξα σα μέσα σε καθαρή ανάβρα, πως είχαν βουρκώσει και τα δικά μου. Κι' άλλη μια φορά τη ρώτησα πώς έκαμε κ' έπεσε στη λαγκαδιά εκεί κάτου.

Σιώπα, μη βλαστημάς· λάσκα, λάσκα. Ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας, ανοιγοκλείων τα όμματα, κρατούμενος σφιγκτά από το σχοινίον. Δεν εφαίνετο να εδειλίασε. — Κύτταξέ τονε, πώς κατεβαίνει, είπεν ο Ντάνας· σα νύφη καμαρωμένη. Τέλος ο Στάθης επάτησεν επί της εσοχής του βράχου. Εκάθησε καλώς, συνεμαζεύθη, με τα δύο σκέλη περιβάδην, επί της Ψαρής, ήτις εβέλασεν άμα τον είδεν.

Ναι, βέβαια, τι μας μέλλει; είπε κι ο Δημητράκης γελώντας. Ό,τι χάλασε-χάλασε. Το μέλλον είνε για μας και μεις για κείνο· δεν είν' έτσι Ελπίδα; Την κύτταξε στα μάτια τρυφερά με απεριόριστη αφοσίωση. Άξαφνα της άρπαξε και τα δυο χέρια, τάσφιξε στη χούφτα του σα νάσφιγγε βώλο χρυσάφι. — Να σου ειπώ κατιτί, Ελπίδα; τη ρώτησε κοντοζυγώνοντας.

Αθώοι και φταίστες παίρνανε το ίδιο σχεδόν μερίδιο τιμωρία.. Τους κύτταξε τώρα με λιγότερη συμπάθεια, απ' ότι τους είχε κυττάξει πριν μισή ώρα αραδιασμένος κι' αυτός στη γραμμή και περιμένοντας την τιμωρία του. Ένας από τη γραμμή τον ρώτησε: — Πόσο στο βαφτίσανε το νήπιο; — Ενός μηνός. — Κράτηση ή φυλάκιση;

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τί είν' ο θόρυβος αυτός; Δος το μακρύ σπαθί μου. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Τι θα το κάμης το σπαθί; Μη θέλης πατερίτζαν; ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Δος το σπαθί μου! Κύτταξε, ο γέρος ο Μοντέκης καταντικρύ μου στέκεται, και σείει το 'δικόν του. ΜΟΝΤΕΚΗΣ Μη μ' εμποδίζης, άφες με! — Ω παληο-Καπουλέτε! ΜΟΝΤΕΚΑΙΝΑ Βήμα δεν κάμνεις απ' εδώ να σμίξης τον εχθρόν σου.

ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Νά, κύττα την εικόν' αυτή, όπου την Ύδρα τη Λερναία σκοτώνει του Διός ο γυιός μ' ένα χρυσό δρεπάνι, — κύτταξε, φίλη, κύτταξε! Ναι, βλέπω και κοντάαυτόν είν ένας άλλος που κρατεί ένα δαδί αναμμένο. Δεν έχουν τον Ιόλαο ζωγραφισμένο απάνω στο πανί, αυτόν που αγωνίσθηκε μαζύ με του Διός το γυιό;

Έτρεξεν η Φωτεινή και έφερε την στάμναν γεμάτην έως εις την θύραν αλλ' η γρηά δεν εφάνη με τούτο ευχαριστημένη. — Έμβα και μέσα, της λέγει· κύτταξε πώς είνε άνω κάτω η καλύβα μου!

Ω κριτά των Μουσουλμάνων, είπα τότε του Κατή, σε παρακαλώ να με ακούσης· κύτταξε καλά μην κάμης μίαν απόφασιν άδικην· αν εγώ εματαβάλθηκα από την μορφήν μου το αίτιον είνε τα συμβεβηκότα μου, η κατοίκησις που έκαμα εις το κέντρον της γης μου επροξένησεν ετούτην την μεταλλαγήν.

ΕΡΜ. Δεν έχω καιρόν, Μένιππε• αλλά κύτταξε εκεί προς τα δεξιά• εκεί είνε ο Υάκινθος και ο Νάρκισσος και ο Νιρεύς, ο Αχιλλεύς, η Τυρώ και η Ελένη και η Λήδα και όλα εν γένει τα αρχαία κάλλη. ΜΕΝ. Δεν βλέπω παρά μόνον κόκκαλα και κρανία άσαρκα, όμοια μεταξύ των. ΕΡΜ. Και όμως αυτά τα κόκκαλα είνε τα οποία εγκωμιάζουν όλοι οι ποιηταί και συ τώρα φαίνεσαι ότι τα περιφρονείς.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν