Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Αίφνης ιστοί τινες καταναλωθέντες υπό του πυρός, κατέπεσαν ως βροχή σπινθήρων. Τυφλόν κύμα του όχλου παρέσυρε τον Χίλωνα προς το βάθος του κήπου. Παντού οι πάσσαλοι πυρίκαυστοι ήρχιζον να πίπτουν επί της οδού, πληρούντες τας λόχμας καπνού, σπινθήρων, οσμής κεκαυμένου ξύλου και κνίσσης ανθρωπίνου κρέατος. Τα φώτα εσβύνοντο πανταχού. Οι κήποι εβυθίζοντο εις τα σκότη.

Όξω όλους τους ξερνούσε αφτούς με μουγκρητά σαν τάβρος, 237 κι' όρθιο το κύμα φοβερό στον Αχιλιά τριγύρω 240 έβραζε, κι' έπεφτε έσπρωχνε κατάσπιδα ουδέ μπόραε να βασταχτεί στα πόδια του.

Είπαν και η κακή νίκησεν η γνώμη των συντρόφων. το λύσαν, και όλοι εξ' ώρμησαν οι άνεμοι κ' επήρε αυτούς ο ανεμοστρόβιλος μακράν απ' την πατρίδα εις τα πελάγη, κ' έκλαιαν• τινάχθηκ' απ' τον ύπνο, και μες την ακριμάτιστη ψυχή μου εγώ μετρούσα 50 ή από την πλώρη να ριχτώ και να σβυσθώτο κύμα, ή να υποφέρω αμίλητα και εις την ζωή να μείνω. είπα να μείνωτην ζωή και μέσα εις το καράβι κειτόμουν ολοσκέπαστος• και η τρικυμιά τα πλοίατο Αιόλιο γύρισε νησί, και οι σύντροφοι εστενάζαν. 55

Πώς ψαροθρόφα θάλασσα διο άνεμοι αντάμα δέρνουν, ο ζέφυρος με το βοριά, άμα άξαφνα πλακώσουν 5 μέσα απ' τη Θράκη, και με μιας το μελανό της κύμα θεριέβει κι' όξω απ' το γιαλό πετάει σωρό τα φύκια· να πώς παράδερνε η ψυχή στων Αχαιών τα στήθια.

Εν τη δεξιά χειρί εβάσταζε την χρυσήν λύραν, ης δια των θεσπεσίων φθόγγων κατεκήλει ποτέ τους ομίλους των αθανάτων θεών. Παρά το άγαλμα του Απόλλωνος ίστατο το της Ουρανίας Αφροδίτης, της ηδυπαθεστάτης και ποθεινοτάτης των θεαινών. Οι βόστρυχοι της κόμης, κύμα χρυσού απέφθου, έστεφον την αμβροσίαν κεφαλήν και το ακτινοβόλον της θεάς μέτωπον.

Ο γέρω-Αρνάκιας, κουκουλωμένος με την καπίτσαν του εις τον Άγιον Ιωάννην σ' το Κάστρο, όπου έβοσκε τ' αρνάκια του, επανειλημμένως έκαμνε τον σταυρόν του: — Άι Γιάννη μ' τι πράμα νάνε αυτό! τι πράμα νάνε αυτό, Άι Γιάννη μ'! Και έβλεπεν ακίνητος, τρέμων από του φόβου: Υψηλόσωμος άνθρωπος, κουλουριασμένος τοξοειδώς, εις το χείλος αποτόμου σκοπέλου, έκλινε προς το κύμα, ως να έπλυνε τους πόδας του.

Μήτε κι' οι Τρώες μπόρεσαν τους Αχαιούς να σπάσουν κι' ως στα καλύβια μια φορά και πλοία να ζυγώσουν. 409 Γιατί τους λόχους σφίγγοντας βαστούσαν λες σα βράχος 618 μεγάλος κρεμαστός μπροστά σε θάλασσα οργισμένη, άσειστος βράχος κιας βογγάει τριγύρω ανεμοζάλη 620 κι' άπαφτα ας του ξερνάει αφρούς το κύμα θεριεμένο· έτσι έστεκαν κι' αφτοί άσειστοι και βήμα δεν κουνούσαν.

Είπε κ' εχάθηκε κι αυτήτου ποταμού το κύμα, Το κύμα οπώγειν' ύστερα Βασιλοπούλας μνήμα. Έδοσε ο ήλιος.

Δεν δύναμαι να είπω αν μου ήλθον πονηροί, και συνάμα παιδικοί ανόητοι λογισμοί, εν είδει ευχών κατάραι· «Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μια φωνήν να έβλεπε κανένα ροφόν εις τον πυθμένα, τον οποίον να εκλάβη διά θηρίον, διά σκυλόψαρον, και να εφώναζε βοήθειαν! . . . ». Είναι αληθές, ότι δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον, το πλέον εις το κύμα.

Φαριά αν ρωτάς, να κάτου εκεί στο ριζοβούνι στέκουν της Ίδας, άξια να με παν από στεριά και κύμα. Ήρθα εδώ τώρα ως στο βουνό για σένα, τι δε θέλω να μου θυμώσεις ύστερα, αν έτσι, δίχως λέξη, 310 μισέψω ως πέρα στ' άπατου του Ωκιανού τον πύργο

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν