Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Άσε τότε το κύμα όπου θέλει να σπάζη, άσ' τις ζάλες να σέρνουν τυφλά την καρδιά· κι αν τριγύρω βογκά κι αν ψηλά συννεφιάζη, κάπου ο ήλιος σε κάποιο γιαλό θα γελά, κι αν πικρό την ψυχή σου το δάκρυ τη ραίνη, πάντα κάπου κρυφτή μια χαρά την προσμένει.
Είχε περήφανα σηκωμένο κατ' απάνω το κεφάλι του κ' η πλούσια και γιαλιστερή χιούτη του χύνονταν σα κύμα τρικυμιστή 'ς τα στήθη του αναβάτη. Σπιθοβολούσαν τα μεγάλα τα μάτια του κι' άφριζαν τα διάπλατα τα ρουθούνια κ' εσπαρτάριζαν, ωσάν νάχυναν κατά πέρα χλημίντρισμα ηχερό.
Άρπαξε ένα σκοινί απ' την πρύμη, τώκανε θηλειά κ' έσκυψε στην κουπαστή να το περάση στο κουφάρι. Καθώς έσκυβε, ένα κύμα ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι απ' το νερό, που έμοιαζε σαν να είχε γυρίσει να ιδή ποιος σκύβει από πάνω του. — Μπα! έκανε ο βαρκάρης, περνώντας του τη θηλειά στη μέση. Ο Καπετάν-Πρέκας!... Αυτός δεν είναι; Το παιδί έσκυψε απάνω στο κουφάρι και τρέμανε τα κατασάγονά του.
Εις ταντίφωνα ο δάσκαλος άρχιζε με βαθειά φωνή «Και μετά του πνεύματός σου» κετελείωνεν ο παιδικός χορός «Ο Θεός ημών» με οξύφωνη συνέχεια, η οποία από τους ψηλούς τόνους χαμήλωνε κιαπλωνότανε σαν κύμα, πράμμα που δεν τούλειπε μεγαλοπρέπεια και χρωματισμός με υποβολή. Αλλ' ο μεγαλείτερος και σπουδαιότερος νεωτερισμός του Καπετανάκη ήσαν τα στρατιωτικά γυμνάσια.
Ήτο όλως αμέριμνος, η δε ευφρόσυνος απόλαυσις της χλιαράς θαλάσσης μετετρέπετο εις νάρκωσιν νυσταλέαν, ότε αίφνης ησθάνθη κάτωθέν του τα ύδατα διασχιζόμενα ορμητικώς υπό σώματος ογκώδους, το δε κύμα ωθούμενον προς τα νώτα του μετά παφλάσματος βιαίου. Η λέξις Καρχαρίας ήλθε διά μιας εις τον νουν του. Περιεστράφη εν ακαρεί διά να κολυμβήση και να φύγη ει δυνατόν τον κίνδυνον.
Εγώ και οι δύο συντρόφοι μου, που είμεθα εις μίαν καλαμωτήν ξεμακρύναντες μέσα εις την θάλασσαν, ελευθερώθημεν από τους πετροβολισμούς των κυκλώπων, εγίναμεν όμως το παίγνιον των κυμάτων της θαλάσσης όλην εκείνην την ημέραν, και την ερχομένην νύκτα επαλεύσαμεν με τα κύματα και με τους ανέμους· την δε αυγήν προς το ξημέρωμα μας κατήντησε το κύμα εις ένα νησί, και ελευθερώθημεν από τον θάνατον.
Να φυσά μανιώδης ο βορράς και αναρπάζων σύσσωμον το κύμα, να το σκορπίση πέραν εν αφρώ συσσυρίζοντι, απαράλλακτα ως ο μαΐστρος εσάρωνε τας οδούς των Αθηνών, κατακαλύπτων τα πάντα υπό την ωχράν εκείνην τέφραν. Και μάρμαρα και φώτα και χρωματισμούς και ανθρώπους και δένδρα. Έβλεπε τας ωραίας ακακίας των δενδροστοιχιών, φθινούσας υπό το χώμα το πηκτόν εκείνο, ως να ήσαν άνθρωποι θαμμένοι ζωντανοί.
Κι όχι πουλιά και μήτε αηδόνια τον ερχομό σου εδώ να υμνήσουν, άλλοι ήχοι θέλω να ξυπνήσουν κι άλλο ψιθύρισμα στα κλώνια. Τον κάμπο δες πως πέρα απλώνει· έτσι ήταν που άπλωνε το χιόνι, έτσι το κύμα ήταν στρωμένο, έτσι ήταν που περνούσες μόνη· ήταν το αέρι ξυπνημένο και σώπαινε βαθιά το αηδόνι, λες το τραγούδι σου και ξέρει να το λαλή μόνο το αέρι.
Ο λοστρόμος έσκυψε το κεφάλι και τράβηξε στην πλώρη, γλυστρώντας απάνω στα νερά, που βρέχανε την κουβέρτα, από σχοινί σε σχοινί, να βασταχτή από το μπότζι. Τσιμουδιά δεν είπε. Μουρμούρισε μονάχα από μέσα του, σαλτάροντας χωρίς να το θέλη: — Τη δουλειά μου;... τη δουλειά μου. Όλη τη νύχτα το βάστηξαν έτσι, με τις κάτω γάπιες, παλεύοντας με το κύμα και το σκοτάδι.
Η γραία πενθερά του Λυρίγκου, μανιώδης, συστρέφουσα τας χείρας, την ηπείλει τρομερά, και ο γαμβρός της, με ήθος παραπονεμένον, την επέπληττε . . . Κάτω εις τους πόδας, εις το βάθος της Σπηλιάς, ερρόχθει το κύμα . . . Έβραζεν, έβραζε, και το άντρον μετεβάλλετο εις στέρναν, και το νερόν της στέρνας εβρυχάτο μ' έναθρον φωνήν· — Φόνισσα! — Φόνισσα!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν