Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Και τ' άρματα του Δόλονα τ' απίθωσε ο Δυσσέας 570 μες στο καράβι, ως να ψηθεί της Αθηνάς σφαχτάρι. Κατόπι μπαίνουν στο γιαλό κι' απ' τα κορμιά ξεπλαίνουν τον ίδρο, από τα διο μεριά τα σκέλια το κεφάλι. Κι' αφού το κύμα του γιαλού τούς ξέπλυνε από πάνου τη λέρα και τον ίδρο τους κι' ανάσανε η καρδιά τους, 275 μπήκαν μες σε καλόξυστα λουτρά ν' απολουστούνε.
Και η βαρκούλα του μπάρμπα-Στεφανή με το ανθρώπινον φορτίον της, εχόρευεν, εχόρευεν επάνω εις το κύμα, πότε ανερχομένη εις υγρά όρη, πότε κατερχομένη εις ρευστάς κοιλάδας, νυν μεν εις την ακμήν να καταποντισθή εις την άβυσσον, νυν δε ετοίμη να κατασυντριβή κατά της κρημνώδους ακτής.
Κύμα έν, όγκος μολύβδινος, ακτινοβολών υπό την αστροφεγγιάν· αποτρόπαιον ακτινοβολίαν, θραύεται κατά της χυτής μάσκας εν πλαταγισμώ, περιλούει τ' ακροστόλια κ' εισβάλλει εις την πρώραν εν αφρώ διασυρίζον ως σβεννυμένη ανθρακιά. — Να κολυμπήση κομμάτι η Αλαφίνα! ακούεται από της πρύμνης ο πλοίαρχος, ενθαρρύνων μετά μειδιάματος τους ναύτας, βαρυθύμους, διότι θα έχωσιν αγρυπνίαν απόψε.
Έβλεπον, δεν έβλεπον οι ναυβάται τα σημεία της; Από κανέν πλοίον δεν απήντησαν εις τον πόθον της, εις τας τόσος προσπαθείας της. Τα λευκά ιστία έφευγον με τον άνεμον εις το κύμα, και αυτή έμενε προσηλωμένη εις τον βράχον της Σκοτεινής Σπηλιάς, προγεγραμμένη, έρημος, μη βλέπουσα διά την αύριον χρυσής αυγής την ανατολήν . . .
Στου Βασιλιά την κατοικιά να παν μικροί μεγάλοι 225 Ν' ακούσουν την απόφασι, και τι 'χε να προβάλη Για του υγιού το σκοτωμό, που κείτονταν στο κύμα Με καταφρόνεσι πολλή χωρίς ταφή και μνήμα. Ότι αρχινούσεν η αυγή για να γλυκοχαράζη, Της θύραις της ανατολής με ρόδα να σκεπάζη, 230 Και στην αυλή του Βασιλιά σε πλήθος συνασμένοι, Οι Ποντικοί καρτέρηγαν περίλυποι, θλιμμένοι.
Παναγία μ', στο πέλαγο!», μίαν ώραν ύστερον, όταν πραϋνθή, λέγω, ο άνεμος και κοπάση η τρικυμία, τας κάμνει να υποψιθυρίζωσι παραμυθούμεναι αλλήλας ελληνοπλαστικώς και χριστιανοειδωλολατρικώς : «Όποιος πνίγηκε, μετάνοιωσε!». Οι τρεις άνδρες απεναρκώθησαν επί της άμμου αναβάντες έως εκεί όπου δεν έφθανε το εφορμών και υποχωρούν κύμα να βρέχη τους πόδας των, διάβροχοι, ριγούντες και τρέμοντες, αισθανόμενοι μεγάλην νύσταν.
Πλησιάζουν εις τας κόφας του πλοίου, τρέχουν γύρω και χορεύουν περί τον θαλασσομάχον, τον ξύλινον της πρώρας αδελφόν των, όστις βουτά και αυτός καθώς αυτοί ως δίστομον στιλέτο κόπτον το κύμα. Και πολλάκις πολλοί-πολλοί περισυναχθέντες τριγυρίζουσι την σκούναν εν χαιρετισμοίς, μεγάλην γλαρίναν, μητέρα πολυπαθή των λογικών γλάρων.
Δεν είχες τότε καμμία χάρι, δεν είχες λούσα αρχοντικά, εφωτιζόσουν με το φεγγάρι, κι' όχι με φώτα ηλεκτρικά. Πώς ήσαν όλα απλά και σκέτα! ούτ' η Αυλή μας ποτέ σ' ετίμα, Λασσάλ δεν είχες και οπερέτα . . . για μουσική μας ήτο το κύμα. Τι ησυχία και τι ψαράδες! κ' ήμουν ακόμη παιδί τρελλό, ήτο χαρά μου η αχιβάδες, κι' επερπατούσα γιαλό γιαλό.
Έφτιασε μέσα εκεί τη Γης, μέσα Γιαλό κι' Ουράνια, Ήλιο εκεί μέσα ακούραστο, γιομόφωτο Φεγγάρι, κι' όλα τα ζούδια τ' ουρανού πούχει στεφάνι γύρω, 485 Βροχάστερα και Κυνηγό λαμπρόφεγγο και Πούλια, κι' Αρκούδα που πολλοί θνητοί κι' Αμάξι τήνε κράζουν, που πάντα αφτού κλωθογυρνάει τον Κυνηγό θωρώντας και μόνη αφτή μες στ' Ωκιανού δε λούζεται το κύμα.
Πελώριον κύμα, λυσσωδέστερον των άλλων, εκορυφώθη ου μακράν της ακτής, μανιώδες, παφλάζον, μετά ροίβδου φοβερού ρηγνύμενον κατά του βράχου, αφήσαν οπίσω τους ασθενεστέρους του συντρόφους, αναλαβόν δε αυτό τον αγώνα, ως να έτρεφεν ατομικόν πάθος κατά του ελαφρού σκάφους, ελεεινού φελλού, περιφέροντος εν εαυτώ, προς τη συμφυεί ελαφρότητι του ξύλου, και την τρικέφαλον ανθρωπίνην κουφότητα των ναυβατών.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν