Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


«Όλα αυτά ανακατεύονταν μέσα στο μυελό μου, το ένα κατόπι τ' αλλουνού, σαν κύμα που ακολουθάει το κύμα, και μάκραιναν ως χίλιες οργυιές την υπομονή μου.

Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας τας αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα.

Ο καπετάν Μοναχάκης έρριχνε πού και πού μια λοξή ματιά στον τιμονιέρη, που ζητούσε να φυλάξη κάθε κύμα που πλάκωνε. Ο τιμονιέρης, γεροντάκι και αυτός μα γερό κόκκαλο, στεκότανε ακούνητος σαν κολώνα, απίκου, προσμένοντας το κύμα, έτοιμος να ορτσάρη ή να το ποδίση. Εκεί, τραβέρσο το κρατούσανε... Βόηθα, Παναγία μου!

Έχε το νου σου μη τυχόν στις γάμπες της ορμήση, μέσ' στη στιγμή που η κορασιά μέσ' απ' το κύμα βγαίνει, και της ξεσχίση τώμορφο και ταπαλό της δέρμα. Αυτή από 'κείθε χίλια δυο τσακίσματα σου κάνει σαν αγκινάρας λούλουδο στου θεριστή ταγέρι· και φεύγει όταν την κυνηγάς, σε κυνηγά όταν φεύγης, και λαχταρά για να σε 'δή· γιατί από την αγάπη πολλές φορές, Πολύφημε, και τάσχημα ωμορφαίνουν.

Αλλά καθώς αρχίνησε το κύμα να τον βρέχη, Ο κρύος φόβος παρευτύς στα σωθικά του τρέχει· 160 Ανατζιριάζει ολόβολος, το αίμα του παγόνει· Και κλέγει αδιαφόρετα, βαριά το μετανιόνει. Συχνοβαριέται, δέρνεται, και πικραναστενάζει, Και την κοιλιά του Μπάκακα σφιχτά σφιχτά αγκαλιάζει· Χτυπάει η καρδιά του αμάθητη, πέφτει άθελα το δάκρυ· 165 Και θέλει να ήταν βολετό να βρίσκονταν στην άκρη.

Και κατέμπροσθεν, ολίγον βορειοδυτικώς εις τον βράχον του Ερήμου Χωριού, απεσπασμένοι, βαπτισμένοι εις το κύμα δύο βράχοι παντέρημοι ανακύπτουσι.

Δεν εξίστασαι δι' αυτό, ως να τους ανεζήτεις μετά κόπου. Νομίζεις κ' έπλευσες δι' αυτούς. Νομίζεις κ' υπέφερες δι' αυτούς. Κ' εκείνοι πάλιν ό,τι θέλεις διά να σε ευχαριστήσουν. Χορεύουν, βουτούν, παίζουν. Προηγούνται, ως να θέλουν να σε οδηγήσουν εις τας κατοικίας των, τας δροσεράς, τας υγράς φωλεάς των, όπου το κύμα φωσφορίζει φέγγον, όπου η δρόσος είνε αιωνία.

Κι' ο Αχιλέας στου γιαλού την πολυτάραχη άκρη βαριά στενάζοντας έκατσε με κύκλω τους συντρόφους, 60 σε μια άπλα πούσκαζε κοντά το κύμα στα χαλίκια.

Ένα μεγάλο κύμα αναποδογύρισε την βάρκα του και την έκαμε θρύμματα· θα επνίγετο βέβαια και αυτός, αν εκείνην την στιγμήν δεν επερνούσεν ένα πλοίον. Τον είδεν ο πλοίαρχος από μακράν να παλαίη με τα κύματα και έστειλε και τον έσωσε. Τον έφεραν το βράδυ εις το σπίτι πληγωμένον και κτυπημένον εις όλον του το σώμα.

Μηδ' άφινε κι' ο Σκάμαντρος τη λύσσα, μον πιο ακόμα 305 θυμός τον πήρε, και μ' αψύ ορθοστημένο κύμα ορμούσε κι' όλο ανάσκελα τον άμπωχνε να πέσει. 307 327 Τον είδε τότες κι' έσκουξε η Ήρα, τρομασμένη 328 μήπως τον πνίξει το τρανό βαθύχοχλο ποτάμι, και κράζει εφτύς στον Ήφαιστο, το λατρεμένο γιο της 330 «Παιδί μου κουτσοπόδη μου, ομπρός! γιατί στη μάχη εσένα λέμε ισόπαλο πως είσαι του Σκαμάντρου.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν