Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Δίπλα η Τένεδος εφύτρωνεν από το κύμα κατάξερη, κοκκινόμαυρη, με τις φτερωτές των μύλων χασκισμένες σαν να εζητούσαν ελεημοσύνη τον άνεμο· με τα κλήματα πρόθυμα στην ώρα ν' αναδώσουν τον ψυχόδροσο χυμό. Και κάτω στο μελαψό ακρωτήρι του Καραμπαμπά εμαύριζεν ίσκιος πελώριος, σαν να ήταν του Αχιλλέα ο ίσκιος κ' εζητούσε βασιλοπούλας αίμα στον τάφο του.
Και μου είναι ωσάν απάνω μου τους κλώνους νάχης ρίξει, όπως μια μέρα θ' απλωθής σε αξύπνητη σιγή, όταν στα μάτια τα κλειστά λευκό μπροστά θ' ανοίξη το φως της η ασυννέφιαστη που θα χαράξη αυγή Με ορμή χύνεται ο άνεμος στις λεύκες και βουίζει κι είναι η βοή σα θάλασσας που άγρια στο βράχο σπα, κι η κορυφή ως λυγά λευκή και πράσινη ως γυρίζει, κύμα θαρρείς που ανάερα τον άυλο αφρό σκορπά.
Και το κύμα κάτω πελώριο, θολό και αφρισμένο, έπεφτε στην πρύμη της «Παντάνασας», ελάχτιζε και την εκλόνιζεν από αρμό σε αρμό, με θανάσιμο βρύχημα σαν να τις έκραζε: τρέχα! Κ' εκείνη ξετρελαμένη, ολότρεμη έφευγεν εμπρός, εδρασκέλαε θεόρατα κορφοβούνια, έπεφτε σε σκοτεινές λαγκαδιές, εδυσκολοσκάλωνε σε απόκρημνα πλάγια κ' εστέναζεν ανίσχυρη στο τόσο τρέξιμο.
Κι' όπως σε νάφτες που ποθούν μια στάλα αγέρι πρύμο, του Κρόνου τους το στέλνει ο γιος σαν τύχει κι' αποστάσουν 5 χτυπώντας με τα λάτινα καλόξυστα κουπιά τους το κύμα, κι' είναι η μέση τους απ' τη δουλιά κομένη· έτσι κι' αφτούς, σα φάνηκαν, οι Τρώες τους ποθούσαν.
Και από το κακόν των, που θα σκάσουν θαρρείς, φυσούν και αναρρίπτουν προς τ' άνω βροχήν ραγδαίαν το κύμα, μετά κρότου εκπωματιζομένων τεραστίων φιαλών. Και συναθροίζονται πέριξ των αι μικραί ταχύπτεροι αλκυόνες, και άλλα μαύρα μακροτράχηλα θαλασσοπούλια, αι μελαψαί Καλικαντζούναι, και τα τσιμπούν τ' αναίσθητα «γκαβοντόλια» και τα περιπαίζουν τα αχρεία κήτη, ταπρόσιτα του Αιγαίου θηρία.
Άλλη φορά, απάνω στη βόλτα, ένα παιδί σαν το κρύο νερό, απάνω στα ξάρτια, μ' ένα ξεροβόρι δαιμονισμένο, του δίνει μια η αντέννα στο κεφάλι και το γκρεμίζει μέ στη θάλασσα. Άνοιξε το κύμα και το κατάπιε. Ούτε σημάδι του δε φάνηκε μες το σκοτάδι. Πάει, χάθηκε. Πήραν τη βόλτα και τράβηξαν. Ένας λιγώτερος. Τι να κάνης; Σήμερα αυτός, αύριο εμείς. Ας κλαίνε οι μαννάδες, που τάχουν.
Τοιαύτη και ολόκληρος η προτελευταία του ποιήματος στροφή, ήτις έπρεπεν ίσως να ήναι τελευταία: Κάμνει στεφάνια το νερό που εκτείνονται πλαταίνουν Και στα ποδάρια του Αλή να ξεψυχήσουν πγαίνουν. Λες και το κύμα τη νεκρή σα νύφη του αγκαλιάζει Και με στεφάνια από νερό το γάμο του γιορτάζει κτλ.
Φρικτόν θλιβερόν θέαμα Τριγύρω μου εξανοίγω· Ποίων είναι τα σώματα Που πλέουσ' εις το κύμα; Ποίων τα κεφάλια; Αυγεριναί του ηλίου Ακτίνες τι προβαίνετε; Τάχα αγαπάει να βλέπη Έργα ληστών το μάτι Των ουρανίων; Δημιουργέ του κόσμου, Πατέρα των αθλίων θνητών, αν συ του γένους μας Όλου ζητής τον θάνατον, Αν συ το θέλης·
Οι μικροί μαθηταί επροχώρουν εκατόν πενήντα και πλέον βήματα πριν φθάσουν εις την μέσην. Άμα έφθανον έως εκεί, εστρέφοντο προς την γην και επιστομιζόμενοι εις το κύμα εμάνθανον πρακτικώς να κολυμβώσιν, θίγοντες με τον αριστερόν πόδα την άμμον, προς την παραλίαν βαίνοντες.
Μαύρη, θολή πλημμύρα Το πάτημά του ακολουθεί, σαν νάταν ένα κύμα Πώσερνε φύκη 'ς το γιαλό. Τασπράδι του ματιού του Έσταζεν αίμα και χολή...
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν