Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Ο καπετάν Μοναχάκης έρριχνε πού και πού μια λοξή ματιά στον τιμονιέρη, που ζητούσε να φυλάξη κάθε κύμα που πλάκωνε. Ο τιμονιέρης, γεροντάκι και αυτός μα γερό κόκκαλο, στεκότανε ακούνητος σαν κολώνα, απίκου, προσμένοντας το κύμα, έτοιμος να ορτσάρη ή να το ποδίση. Εκεί, τραβέρσο το κρατούσανε... Βόηθα, Παναγία μου!
Ένα πράμα· που δε ζήτησε μαζί με την πολιτική δύναμη της Ρώμης να ξαναζωντανέψη και τα κλασσικά συνήθια της αρχαιότητας, καθώς έκαμε ο Ιουλιανός, μόνο στάθηκε Χριστιανός ως το κόκκαλο, κ' έκλεισε μάλιστα και τ' Αθηναίικα Πανεπιστήμια.
— Τι θέλεις, Γιώργη μου; Μα τα μάτια εκείνου ήτανε καρφωμένα στο πάτωμα, δίπλα στο τραπέζι που κοίτονταν κουλουριασμένη η Εληά. Έκανε να παίξη τα χείλη του σαν νάθελε να της φωνάξη. Ύστερα γύρισε κατά τον Βαγγέλη: — Κανένα κόκκαλο! είπε τραυλίζοντας. Είνε μέρες νηστικό το κακόμ... — Ωχ! παραμιλάει! είπε η Ασημίνα. — Το κακόμοιρο! απόσωσε το λόγο του ο Γιώργης.
Κάθεται πλάγι μου η Μοιρίτα, όταν καθήσω, περπατεί μαζί μου, όταν περπατώ. Η Μοιρίτα, παντού η Μοιρίτα. Κάποτες μου φαίνεται σα να μην είμαι πια τίποτις εγώ, σαν ο ίδιος να μην υπάρχω, σα να είταν όλο μέσα μου εκείνη, σα νάγινε νους μου, αίμα μου, κόκκαλό μου και ψυχή της ψυχής μου. Ένα λόγο να πω ακούω τη φωνή της, ένα κίνημα να κάμω είναι κίνημά της, να γυρίσω να διώ, με τα μάτια της βλέπω.
Ο σκύλος χαίρεται το φως μέσα στη γούνα του, και το μαλλί του γυαλίζει σαν μετάξι. Απ' τη μεγάλη πόρτα του μεγάρου βγήκε μια παχουλή υπηρέτρια, με κόκκινα δροσερά μάγουλα. Έδωκε με καλωσύνη μια φέτα ψωμί κ' ένα κομμάτι κρέας στο ζητιάνο και πέταξε με περιφρόνησι ένα κόκκαλο στο σκύλο. Ο άνθρωπος πήρε το κομμάτι το κρέας, με ντροπή, κι αναστέναξε, σαν να τούδιναν φαρμάκι.
Είχε φθάσει πλέον το μαχαίρι εις το κόκκαλο και δεν εφοβείτο τίποτε. Ο κόσμος μεταξύ του οποίου ο άνθρωπος ζη, η γη εις την οποίαν θάπτεται και ο ουρανός όπου η ψυχή επιστρέφει, απαλλαγείσα των δεσμών της είνε τα μόνα καταφύγια του θνητού. Κ' εν τούτοις ο κόσμος και η γη και ο ουρανός αποδιώκουν τον αφωρισμένον. Αειφυγία από παντού και άνευ τέλους!
Σκληρός, χωρίς να το πολυπαραδέχεται, είναι Έλληνας ως στο κόκκαλο, και γι' αυτό συλλογίζεται π ρ ώ τ α π ρ ώ τ α πώς να διορθώσει την Ελληνική κοινωνία. Αδιάφορο αν η διάγνωση του δεν ήταν εντελώς σωστή.
Ο μπάρμπα-Κώστας ήτο γερό κόκκαλο, πέντε φοράς θαλασσοπνιγμένος. Η ιερά τελετή εξηκολούθησεν εν τάξει και έληξεν ωσαύτως εν τάξει. Και αυτή η διαρπαγή των λαμπάδων εγένετο υπό των ναυτών εν τακτική αταξία.
Έτρεμε σαν το ψάρι, άναβε ύστερα σαν το κάρβουνο κ' έπειτα πνιγότανε στον ιδρώτα. Είχε γίνει πετσί και κόκκαλο. Είχαν αδυνατίσει και τα νεύρα του, παραξένεψε, παραμιλούσε στον ύπνο του και φορές-φορές πεταγότανε να φύγη απ' τα ρούχα του. — Απ' τον καιρό που πάτησα στη στερηά, χαΐρι και προκοπή δεν είδα, έλεγε. Ας όψεται ο Δεσπότης, Θεέ μου συχώρεσέ με.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν